-
1 καβγάς
[кавгас] ουσ. а ссора, перебранка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καβγάς
-
2 буза
-
3 драка
-и θ.καβγάς, τσακωμός, διαπληκτισμός•перепились и затеяли -у έπιαν καλά και άρχισαν τον καυγά•
лезть в -у παίρνω μέρος στον καβγά.
|| μάχη. -
4 мамаев
-а, -оεπ. -о нашествие (αστ.) αιφνίδια άφιξη πολλών και ανεπιθύμητων επισκεπτών•-о побоище α) μεγάλος καβγάς. β) μεγάλη αταξία, ακαταστασία.
-
5 пахнуть
пахнуть 1-ну, -нешь, παρλθ. χρ. пах-ла, -лоρ.δ.1. μυρίζω•цветок -ет прекрасно το λουλούδι μυρίζει θαυμάσια•
как нехорошо -ет! (απρόσ.) τι άσχημα που μυρίζει!•
дурно -ет! (απρόσ.) βρωμάει!
2. προαισθάνομαι, υποψιάζομαι•-ет ссорой μυρίζει καβγάς.
εκφρ.- ет порохом – μυρίζει μπαρούτι (πόλεμος)•чтобы духом не пахло – (παλ. κ. απλ.) ξεκουμπίσου απ εδώ, φύγε απ εδώ να ξεβρωμίσει ο τόπος.пахнуть 2-нетρ.σ.φυσώ•ветер -ул άνεμος φύσηξε.
-
6 перепалка
-и θ.1. (απλ.) ανταλλαγή πυροβολισμών, τουφεκίδι.2. μτφ. φιλονικία, μάλωμα, έριδα καβγάς. -
7 перестрелка
-и θ.1. ανταλλαγή πυροβολισμών τουφεκίδι•завязалась перестрелка άρχισε ανταλλαγή πυροβολισμών.
2. μτφ. παλ. φιλονικία, έριδα• καβγάς. -
8 побоище
-а ουδ.1. παλ. μάχη φονική, μακελειό.2. καβγάς μεγάλος, αιματηρός. -
9 потасовка
-и θ.τσακωμός, καβγάς. || χτύπημα, δάρσιμο, ξυλοκόπημα. -
10 разыграть
ρ.σ.μ.1. παίζω (μουσικό ή θεατρικό έργο).2. παίζω, κάνω συνδυασμούς•разыграть хорошо мяч παίζω καλά μπάλλα ή το τόπι•
хорошо разыграть партию в шахматы παίζω καλά την παρτίδα στο σκάκι•
разыграть в лотарею παίζω στη λοταρία, στο λαχείο•
разыграть в жребию παίζω στα ζάρια.
3. παρασταίνω, προσποιούμαι τον...4. διακυβεύω, ριψοκινδυνεύω.5. βλ. одурачить. || разыграть дурака την παθαίνω σα βλάκας.1. παίζω•дети -лись, спать не хотят τα παιδιά έπαιξαν, να κοιμηθούν δε θέλουν.
|| προεξασκούμαι, προγυμνάζομαι, προπονούμαι• προπαρασκευάζομαι.2. υπερεκτείνομαι• σφοδρύνομαι• γιγαντώνομαι.3. ξεσπώ• διεξάγομαι, γίνομαι•-лся скандал ξέσπασε καβγάς•
разыграть бой έγινε μάχη•
буря -лась θύελλ.α ξέσπασε.
-
11 рукопашный
επ- рукопашный бой μάχη σώμα με σώμα, εκ του συστάδην•-ая схватка μάχη με άρπαγμα στα χέρια.
ουσ. рукопашный α.-ая θ. μάχη σώμα με σώμα. || τσακωμός, καβγάς. -
12 свалка
-и θ.1. βλ. свая (1, 2, 3 σημ.).2. ρίψη, ρίψιμο άτακτα.3. το σκουτίιδαριό.4. τσακωμός, καβγάς. -
13 свара
-ы θ.έριδα, φιλονικία• τσακωμός, καβγάς. -
14 скандал
-а α.σκάνταλο• καβγάς, φασαρία, επεισόδιο•скандал в семье οικογενειακό σκάνταλο•
политический скандал πολιτικό σκάνταλο•
устраивать скандал δημιουργώ σκάνταλο.
-
15 ссора
-ы θ.φιλονικία, έριδα. || διαπληκτισμός, διαμάχη, διένεξη, προστριβή• μάλωμα, τσάκωμα, καβγάς. -
16 стычка
-и θ.αψιμαχία. || καβγάς, τσακω-κωμός• φιλονικία.
См. также в других словарях:
καβγάς — και καυγάς ο 1. φιλονικία, διαπληκτισμός, τσακωμός 2. φρ. «κρεμάει το ζωνάρι του για καβγά» ή «έχει λυτό το ζωνάρι του για καβγά» ζητά αφορμή διαπληκτισμού 3. παροιμ. «ο καβγάς για το πάπλωμα» για συγκαλυμμένες ιδιοτελείς βλέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
καβγάς — ο (λ. τουρκ.), φιλονικία, τσάκωμα: Δε θέλω να έχω καβγάδες μ αυτόν τον άνθρωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επεισόδιο — το (Α ἐπεισόδιον) 1. το διαλογικό μέρος τού αρχαίου δράματος μεταξύ δύο χορικών ασμάτων 2. γεγονός που παρεμβάλλεται στη συνέχεια, (η συνοχή ή την τάξη ενός συνόλου «ζωηρά επεισόδια στη διάρκεια τής τελετής» «ἐπεισόδια... οἷον νεῶν κατάλογος»,… … Dictionary of Greek
καβγαδάκι — και καυγαδάκι, το υποκορ. τού καβγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καβγάς (πληθ. καβγάδες) + υποκορ. κατάλ. άκι (πρβλ. γιακαδ άκι, κουβαδ άκι)] … Dictionary of Greek
σκυλοκαβγάς — ο, Ν 1. καβγάς μεταξύ σκύλων 2. μτφ. έντονος καβγάς, άγρια συμπλοκή ανάμεσα σε ανθρώπους, με φωνές, διαπληκτισμούς ή και χτυπήματα … Dictionary of Greek
Halva — Balkan style tahini based halva with pistachios Halva (or halawa, xalwo, haleweh, ħelwa, halvah, halava, helava, helva, halwa, halua, aluva, chalva, chałwa) refers to many types of dense, sweet confections, served across the Middle East, South… … Wikipedia
άγγρη — η (Μ ἀγγρίς) νεοελλ. 1. λύπη που προκαλείται από ανεκπλήρωτη επιθυμία 2. συνεχές και άτονο κλάμα μικρού παιδιού, γκρίνια 3. φιλονικία, καβγάς μσν. οδύνη, πόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < ἀγγρίζω] … Dictionary of Greek
αναγούλα — η 1. τάση για εμετό, ναυτία 2. αηδία, απέχθεια, αντιπάθεια 3. πράξη ή λόγος που προκαλεί αηδία 4. (και για πρόσωπα) αυτός που προκαλεί αηδία 5. φιλονικία, τσακωμός, καβγάς 6. ταραχή, συγκίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναγουλιάζω. με υποχωρητικό σχηματισμό … Dictionary of Greek
ανακατωσούρα — η [ανακάτωση] 1. στομαχική διαταραχή, τάση για εμετό, ναυτία 2. ανάμιξη, σύγχυση προσώπων και πραγμάτων 3. ταραχή, φιλονικία, καβγάς … Dictionary of Greek
κάμωμα — το [καμώνω] (Μ κάμωμα[ν] και κάμουμα) 1. ενέργεια, έργο, πράξη 2. ίδρυση, κατασκευή, φτειάξιμο 3. (ιδίως στον πληθ.) τα καμώματα τα κατορθώματα νεοελλ. 1. (για καρπούς) ωρίμαση, γίνωμα, ωρίμασμα 2. (μτφ., στον πληθ.) τα καμώματα α) πείσματα,… … Dictionary of Greek
καβγαδίζω — και καυγαδίζω [καβγάς] φιλονικώ, διαπληκτίζομαι … Dictionary of Greek