-
1 cerise
κεράσι -
2 třešně
κεράσι -
3 cherry
κεράσι -
4 czereśnia
κεράσι -
5 wiśnia
κεράσι -
6 цвета каления
мет. οι χρωματισμοί οφειλόμενοι σε υψηλές θερμοκρασίεςтемпература θερμοκρασία (°С)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цвета каления
-
7 черешня
черешня ж 1) (плод ) το κεράσι 2) (дерево ) η κερασιά* * *ж1) ( плод) το κεράσι2) ( дерево) η κερασιά -
8 черешневый
επ.κερασένιος, της κερασιάς ή του κερασιού• από κερασιά ή από κεράσι•-ая косточка κουκούτσι κερασιού•
черешневый лист φύλλο κερασιάς•
черешневый чубук τσιμπούκί από κερασιά•
-ое варенье γλυκό από κεράσι.
-
9 черешня
-и θ.1. η κερασιά.2. το κεράσι•варенье изчерешняи γλυκό από κεράσι.
-
10 черешня
1. (плод) η κέρασος, разг. το κεράσι 2. (дерево) η κερασιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > черешня
-
11 черешня
черешняж1. (плод) τό κεράσι [-ον]/2. (дерево) ἡ κερασιά. -
12 cherry
[' eri]plural - cherries; noun(a type of small usually red fruit with a stone.) κεράσι -
13 черешня
[τσιριέσνγια] ουσ. θ. κεράσι, κερασιά -
14 черешня
[τσιριέσνγια] ουσ θ κεράσι, κερασιά
См. также в других словарях:
κεράσι — το (ΑΜ κεράσιον) ο καρπός τής κερασιάς νεοελλ. φρ. «όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι» όταν ακούς βαρύγδουπα λόγια ή μεγάλες υποσχέσεις να είσαι επιφυλακτικός μσν. αρχ. η κερασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρασος + υποκορ. κατάλ. ι (ον), πρβλ … Dictionary of Greek
κεράσι — το ο καρπός της κερασιάς: Τα κεράσια γίνονται το Μάη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κέρασι — κέρᾱσι , κέρας Aër. neut dat pl κέρας Aër. neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερασής — ιά, ί [κεράσι] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κερασιού 2. το ουδ. ως ουσ. το κερασί το χρώμα τού κερασιού … Dictionary of Greek
BUCCINA — Festo l. 2. est cornu recurvum, quod more tubae infsatur. Ovid. l. 1. Met. v. 335. Cava buccina sumitur illi, Tortilis in latum. Unde Heraldus ad Arnob. l. 6. Buccina tortuosa est, ac in semei ipsam aereô circulô flectitur ac differt a… … Hofmann J. Lexicon universale
CORNU — proprie de quadrupedibus. Plin. l. 11. c. 37. Cornua multis quidem et aquatilium et marinorum et serpentum variis data sunt modis: sed quae iure cornua intelligantur, quadrupedum generi tantum Nec alibi maior naturae lascivia lusit animalium… … Hofmann J. Lexicon universale
INDIA — regio Asiae amplissima, inter Indum fluv. Plin. l. 5. c. 28. et l. 6. c. 20. Strabo l. 1. p. 64. l. 2. p. 87. l. 15. p. 680. 690. et 697. Herod. l. 4. c. 44. ad Occ. a quo nomen habet, et Serum ad Ort. a Sinis separantem, inlongum extensa Oceano… … Hofmann J. Lexicon universale
τσέρι — το, Ν άκλ. λικέρ από κεράσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cherry < λατ. cerasus < κέρασος] … Dictionary of Greek
ιξός — και οξός, ο (ΑΜ ἰξός) 1. το παρασιτικό φυτό viscum album που ζει πάνω στη βαλανιδιά και σε άλλα δέντρα, κν. γκυ 2. κολλώδης ουσία που λαμβάνεται από το φυτό αυτό και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ιξοβεργών («θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν»,… … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
κεράσιον — κεράσιον, τὸ (ΑΜ) βλ. κεράσι … Dictionary of Greek