-
1 κέντημα
[кэндима] ουσ. о. вышивка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κέντημα
-
2 вышивка
-
3 вышить
-
4 ручной
ручной 1) του χεριού; \ручнойые часы το ρολόι του χεριού 2) (о работе и т. η.) χειροποίητος* \ручнойая работа το χειροτέχνημα; \ручнойая вышивка το εργόχειρο, το κέντημα 3) (приручённый ) ήμερος* * *1) του χεριούручны́е часы́ — το ρολόι του χεριού
2) (о работе и т. п.) χειροποίητοςручна́я рабо́та — το χειροτέχνημα
ручна́я вы́шивка — το εργόχειρο, το κέντημα
3) ( приручённый) ήμερος -
5 укус
укус м το δάγκωμα, η δαγκωματιά; το κέντημα (насекомого)* * *мτο δάγκωμα, η δαγκωματιά; το κέντημα ( насекомого) -
6 шитьё
-
7 шитье
шить||ес1. τό ράψιμο, ἡ ραπτική:курсы кройки и \шитьея μαθήματα κοπτικής καί ραπτικής·2. (украшение, отделка) τό κέντημα/ τά κεντήματα (изделия):ручное \шитьее τό ἐργόχειρο κέντημα. -
8 шить
шить 1шью, шьшь, προστκ. шей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. шитый, βρ: шит-а, -оρ.δ.1. ράβω, ράπτω•шить на машине ράβω στη μηχανή•
иголькой ράβω με το βελόνι (ραφιδεύω).
2. μ. φτιάχνω•шить костюм ράβω κοστούμι•
шить обуви, ράβω παπούτσια.
3. κεντώ, διακοσμώ.εκφρ.шито да крыто – κ. шито-крыто κρυφά κι ανάκρυφα (τελείως κρυφά και μυστικά)•ни шьт ни порет – ούτε ναι, ούτε όχι• δεν το κόβει (αποφεύγει οριστική λύση, απόφαση).1. ράβομαι, ράπτομαι. || κεντιέμαι.2. έχω τη διάθεση ή τη δυνατότητα να ράψω.шить 2-я ουδ.το ράψιμο•шить одевды ράψιμο ενδύματος•
курсы кройки и -я μαθήματα κοπτικής και ραπτικής.
|| κέντημα•шить красивого узора κέντημα ωραίου διακοσμητικού ή σχεδίου•
золотое шить το χρυσοκέντημα.
|| αθρσ. τα κεντήματα. -
9 вышивание
το κέντημα- ть κεντώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вышивание
-
10 расшивать
1. тех. η διάνοιξη, η αφαίρεση της επένδυσης 2. (украсить вышивкой) διακοσμώ (με κέντημα, πέτρες, χάνδρες κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расшивать
-
11 расшивка
1. стр. (швов кладки) η ευθυγράμμιση/αντικατάσταση της κονίας (ραφών πλινθοδομής) 2. текст. (вид шва) το κέντημα, η διακόσμηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расшивка
-
12 вышивание
вышиваниес τό κέντημα. -
13 вышивка
вышивкаж (действие и предмет) τό κέντημα. -
14 мудреный
мудрен||ыйприл1. (сложный, замысловатый) πολύπλοκος, μπερδεμένος, περίπλοκος/ δύσκολος (трудный):это \мудреныйое дело τοῦτο εἶναι μπερδεμένη ὑπόθεση· \мудреный узор τό πολυσύνθετο κέντημα·2. (непонятный, странный) σύνθετος, μπερδεμένος, ἰδιότροπος / ἀλλόκοτος, παράξενος (о человеке)· ◊ утро вечера мудренее поел. ἡ νύχτα εἶναι καλός σύμβουλος. -
15 ручной
ручн||ойприл1. τοῦ χεριοῦ, τής χειρός:\ручнойые часы τό ρολόι τοῦ χεριοῦ· \ручнойо́е полотенце ἡ πετσέτα γιά τά χέρια·2. (производимый руками) χειροποίητος:\ручнойа́я работа τό χειροτέχνημα, χειροποίητη ἐργασία· \ручнойа́я вышивка τό κέντημα, τό πλουμίδν3. (приводимый β действие руками) χειροκίνητος:\ручнойа́я мельница ὁ χειρόμυλος, ὁ χερόμυλος· \ручнойа́я швейная машина ἡ χειροκίνητη ραπτομηχανή, ἡ ραπτομηχανή τοῦ χεριοῦ-\ручнойая тележка τό χειραμάξι[ον], τό καρ-ροτσάκι· \ручнойа́я граната воен. ἡ χειροβομ-βίδα [-ίς]· \ручной тормоз τό χερόφρενο·4. (о багаже):\ручнойа́я кладь οἱ ἀποσκευές, οἱ μικροαποσκευές· \ручнойа́я корзина τό ζεμπίλι, τό καλάδι·5. (прирученный) ἐξημερωμένος, δαμασμένος, ήμερος:\ручной медведь ἡ ἐξημερωμένη ἀρκοῦδα· ◊ \ручнойа́я продажа а) (на улице) ἡ πώληση στό δρόμο, б) (в аптеке) ἡ πώληση χωρίς συνταγή· \ручнойые кандалы οἱ χειροπέδες. -
16 тканый
тканыйприл ὑφαντός:\тканый узор τό ὑφαντό κέντημα -
17 узор
узорм τό σχέδιο, σχεδιογράφημα/ τό ξόμπλι (украшение)/ τό κέντημα (на вышивке). -
18 укол
уколмч1. τό τσίμπημα, τό κέντημα, ὁ νυγμός, τό σούβλισμα2. мед. ἡ ἔνεση[-ιςί \уколоть сов1. τσιμπώ, κεντώ, κεντρίζω, σουβλίζω:\уколоть руку игло́й τρυπώ τό χέρι μέ τό βελόνι·2. перен κεντώ:\уколоть чье-л. самолюбие κεντώ τή φιλοτιμία κάποιου. -
19 вышивание
[βυσυβάνιιε] ουσ. ο. κέντημα -
20 вышивание
[βυσυβάνιιε] ουσ ο κέντημα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κέντημα — point neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
κέντημα — το, ατος 1. κέντηση με αιχμηρό όργανο: Τον πόνεσε το κέντημα της καρφίτσας. 2. η διαποίκιλση υφάσματος με βελόνα και νήμα ή το εργόχειρο: Ασχολείται με το κέντημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεντημάτων — κέντημα point neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντήμασι — κέντημα point neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντήμασιν — κέντημα point neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντήματα — κέντημα point neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντήματι — κέντημα point neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντήματος — κέντημα point neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek