-
1 κάρτα
[карта] ουσ. Θ. карточкаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κάρτα
-
2 карта
[κάρτα] ουσ. θ. χάρτης -
3 карта
[κάρτα] ουσ θ χάρτης -
4 карточка
η κάρτα, η καρτέλλαвизитная - η κάρτα, το επισκεπτήριοкредитная - (банк.) πιστωτική -почтовая - το ταχυδρομικό δελτάριο, разг. η κάρτα, το καρτ-ποστάλучётная - το δελτίο/η κάρτα απογραφήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > карточка
-
5 карточка
карточка ж в разн. знач. η κάρτα каталожная \карточка η φίσα, η καρτέλα визитная \карточка το επισκεπτήριο фотографи ческая \карточка η φωτογραφία* * *ж в разн. знач.η κάρταкатало́жная ка́рточка — η φίσα, η καρτέλα
визи́тнаяка́рточка — το επισκεπτήριο
фотографи́ческая ка́рточка — η φωτογραφία
-
6 карточка
-и θ.1. κάρτα, καρτέλα. || δελτίο (τροφίμων). || επισκεπτήριο, κάρτα.2. μικρή φωτογραφία (για έγγραφα).3. (χαΐδ.) καρτούλα, -ίτσα, τραπουλοχαρτάκι.4. μικρό καρτ-ποστάλ.εκφρ.почтовая - – το κάρτ-ποστάλ•каталожная - – καρτέλα με αλφαβητική σειρά. -
7 абонемент
η κάρτα συνδρομής, ένα είδος κάρτας/εισιτηρίου ορισμένου χρόνου χρήσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > абонемент
-
8 билет
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > билет
-
9 открытка
(почтовая) το (ταχυδρομικό) δελτάριο, разг. η κάρτα, το καρτ-ποστάλ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > открытка
-
10 проездной
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проездной
-
11 румб
1. (мор., нвг.) о ρόμβος πυξίδαςη κάρτα (με 32 υποδιαιρέσεις), разг. το ρουμπίглавный - κύριος -, ο κύριος ανεμό-ρομβος2. (геод.) о ρόμβος (με 16 υποδιαιρέσεις).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > румб
-
12 талон
το κουπόνι, το εισιτήριοпосадочный - ав. η κάρτα επιβίβασης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > талон
-
13 телефон-автомат
το τηλέφωνο με κερματοδέκτη/κάρτα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > телефон-автомат
-
14 формуляр
1. (книга) το ημερολόγιο 2. (бланк) το έντυπο 3. (библиотечный) η κάρτα/καρτέλα της βιβλιοθήκης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > формуляр
-
15 карточка
карточ||каж в разн. знач. ἡ κάρτα, ἡ καρτέλλα / τό δελτίο (продуктовая):фотографи́ческая \карточка ἡ φωτογραφία· визитная \карточка τό ἐπισκεπτήριο· каталожная \карточка ἡ καρτέλλα. -
16 открытка
открыткаж τό ταχυδρομικό δελτάριο, ἡ κάρτα, τό κάρτ-ποστάλ. -
17 формуляр
формулярм (библиотечный) ἡ κάρτα. -
18 открытка
[ατκρύτκα] ονσ. θ. κάρτα -
19 формуляр
[φαρμουλγιάρ] ουσ. α. κάρτα -
20 открытка
[ατκρύτκα] ονσ. θ. κάρτα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κάρτα — very indeclform (adverb) κάρτᾱ , κάρτος strength neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρτα — (I) κάρτα (Α) επίρρ. 1. πάρα πολύ, σφοδρά («κάρτα κακῶς ῥιγῶ», Ιππων.) 2. εντελώς, κατ εξοχήν («κάρτα δ ἔστ ἐγχώριος», Αισχύλ.) 3. φρ. «καὶ κάρτα» α) (σε διάλογο) αλήθεια, βέβαια β) για ενδυνάμωση αυτού που λέγεται («ἦσαν μὲν καὶ τὰ ἀνέκαθεν… … Dictionary of Greek
καρτά — καρτός shorn smooth neut nom/voc/acc pl καρτά̱ , καρτός shorn smooth fem nom/voc/acc dual καρτά̱ , καρτός shorn smooth fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρτα — η (λ. ιταλ.), ταχυδρομικό δελτάριο, καρτ ποστάλ, επισκεπτήριο: Την Πρωτοχρονιά στέλνουμε κάρτες στους φίλους και τους συγγενείς μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μητρική κάρτα — Πρόκειται για μια βασική πλακέτα (κάρτα) που περιέχει τα κυριότερα στοιχεία ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Η εν λόγω κάρτα περιέχει τον μικροεπεξεργαστή, την κύρια μνήμη, τον βασικό δίαυλο επικοινωνίας, βοηθητικά κυκλώματα και διάφορες υποδοχές… … Dictionary of Greek
Μάγκνα Κάρτα — (Magna Carta Libertatum = Μεγάλη Χάρτα Ελευθεριών). Το σύνολο των παραχωρήσεων που έκανε ο βασιλιάς της Αγγλίας Ιωάννης ο Ακτήμων (1215) προς τους ευγενείς, την αγροτική και την εμπορική τάξη και τον κλήρο και στις οποίες έχει τις ρίζες του το… … Dictionary of Greek
κάρθ' — κάρτα , κάρτα very indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρτ' — κάρτα , κάρτα very indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυμέσα — (Multimedia). Τεχνολογία που σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε για ηλεκτρονικούς υπολογιστές (Η/Υ), και βασίζεται στην αρχή ότι χρησιμοποιεί περισσότερα από ένα μέσα για να επικοινωνήσει με τον χρήστη του Η/Υ ή απλά να παρουσιάσει κάποιες πληροφορίες… … Dictionary of Greek
Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin … Wikipedia Español
δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… … Dictionary of Greek