-
1 план
планм1. τό σχέδιο[ν] / τό πλάνο (производственный):сверх \плана πάνω ἀπό τό πλάνο· перевыполнить \план ὑπερεκπληρῶ (или ξεπερνώ) τό πλάνο· строить \планы κάμνω σχέδια, σχεδιάζω· расстроить (сорвать) чьи-л, \планы ἀνατρέπω τά σχέδια κάποιου· учебный \план τό σχολικό πρόγραμμα·2. (чертеж) τό σχέδιο[ν], τό διάγραμμα, τό σχεδιάγραμμα:\план города τό σχέδιο πόλης· снять \план κάμνω σχεδιάγραμμα·3. (место расположения) τό μέρος:передний \план τό μπροστινό μέρος, τό μπρός· задний \план τό πίσω μέρος, τό βάθος· выдвинуть что-л. на первый \план перен προωθώ στήν πρώτη γραμμή, βάζω στήν πρώτη γραμμή. -
2 почин
починм1. (инициатива) ἡ πρωτοβουλία; по собственному \почину μέ δικιά του πρωτοβουλία, κατ' Ιδίαν πρωτοβου-λίαν2. (начало) разг ἡ καλή ἀρχή / ὁ σεφτές (в торговле):сделать \почин κάμνω σεφτέ, κάμνω καλή ἀρχή. -
3 бушевать
бушеватьнесов1. μαίνομαι;2. Перец, (о людях) κάμνω φασαρία, χαλώ χ^ κόσμο. -
4 ванна
ванн||аж1. (сосуд) τό μπάνιο, ὁ λουτήρας, ἡ μπανιέρα;2. (купание) τό μπάνιο, τό λούσιμο, τό λουτρό:принять \ваннау κάμνω λουτρό, κάνω μπάνιο;3. (лечение) ἡ λουτροθεραπεία, τά λουτρά:воздушные \ваннаы τά ἀερόλουτρα; солнечные \ваннаы τά ἡλιόλουτρα, ἡ ἡλιοθεραπεία; морские \ваннаы τά θαλασσιά (θαλασσινά) λουτρά (или μπάνια). -
5 выставлять
выставлятьнесов1. (вперед) προβάλλω, προεκβάλλω:\выставлять но́гу προβάλλω τό πόδι·2. (предлагать) προτείνω, προβάλλω:\выставлять кандидату́ру προτείνω (или ὑποβάλλω) τήν ὑποψηφιοτητα·3. (предъявлять) προβάλλω, παραθέτω, παρουσιάζω:\выставлять требования προβάλλω διεκδικήσεις, διεκδικώ, ἐγείρω ἀπαίτησιν \выставлять возражения φέρω ἀντιρρήσεις, προβάλλω ἀντιρρήσεις·4. (на выставке) ἐκθέτω:\выставлять напоказ ἐπιδεικνύω, ἐκθέτὠ5. (представлять, показывать) παρουσιάζω, δείχνω, κάμνω:\выставлять в хорошем (плохом) свете παρουσιάζω εὐμενως (δυσμενώς)· \выставлять кого-л. в смешном виде γελοιοποιώ κάποιον·6. (проставлять) θέτω, βάζω:\выставлять дату βάζω ἡμερομηνία, χρονολογώ·7. (прогонять) разг βγάζω ἔξω, ἀποπέμπω, ἐκ-βάλλω, ἐκδιώκω κάποιον:\выставлять кого-л. за дверь βγάζω κάποιον ἔξω· ◊ \выставлять окна βγάζω τά παράθυρα. -
6 жеманиться
жеман||итьсянесов разг κάμνω τσακίσματα, κάνω νάζια. -
7 иск
искм юр. ἡ ἀγωγή:гражданский \иск ἡ πολιτική ἀγωγή· возбуждать \иск против кого́-л. κάνω ἀγωγή ἐναντίον κάποιου· предъявлять \иск кому́-л. ἐνάγω κάποιον, κάμνω ἀγωγή ἐνάντια σέ κάποιον. -
8 каление
кален||иес тех. ἡ πυράκτωση [-ις], ἡ πύρωση [-ις], τό κοκκίνισμα τοῦ σίδερου· ◊ доводить до белого \калениеия κάμνω κάποιον ἔξω φρενών. -
9 кассировать
кассироватьсов и несов юр. ἀνακόπτω, κάμνω ἀνακοπήν. -
10 коптить
коптитьнесов1. καπνίζω·2. (мясо, рыбу и т. п.) κάμνω καπνιστό· ◊ \коптить ие́бо ζῶ ἀσκοπα -
11 массаж
массажм ἡ μάλαξη [-ις], τό μασσάζ:делать \массаж κάμνω μασσάζ. -
12 моргать
морг||атьнесов1. ἀνοιγοκλεί(ν)ω τά μάτια, σκαρδαμύσσω·2. (делать знаки) κλεί(ν)ω τό μάτι, κάμνω νεῦμα μέ τόμάτι. -
13 навострить
навостритьсов разг:\навострить у́ши τεντώνω τ'αὐτί μου, τείνω εὐήκοον ούς· \навострить лыжи τό κόβω λάσπη, τό βάζω στά πόδια \навостриться разг κάμνω πρρόδους σέ κάτι. -
14 надрезать
надрезатьсов, надрезать, надрезы-ь несов κάμνω ἐντομή, κόβω λίγο. -
15 нападение
напад||ениес1. ἡ ἐπίθεση [-ις], ἡ προσβολή, ἡ Εφοδος:вооруженное \нападениеение ἡ Ενοπλη ἐπίθεση· \нападениеение с тыла ἡ προσβολή ἐκ τῶν νώτων открытый для \нападениеения εὐπρόσβλητος· совершать \нападениеение κάμνω ἐπίθεση· отражать \нападениеение ἀποκρούω ἐπίθεση·2. спорт. ἡ ἐπίθεση. -
16 натворить
натвори́||тьсов κάμνω, φτιάνω:что тц \натворитьл? τί ἐκανες; -
17 начало
нача́л||ос1. ἡ ἀρχή, ἡ ἔναρξις, ἡ ἀπαρχή, τό ἀρχίνισμα:\начало работы ἡ Εναρξη τής ἐργασίας· с самого \началоа ἐξ ἀρχής, ἀπό τήν ἀρχή· с \началоа до конца ἀπ· ἀρχής μέχρι τέλους· в \началое января στίς ἀρχές τοῦ Γενάρη· в \началое года στήν ἀρχή τοῦ ἔτους· на новых \началоах πάνω σέ νέες βάσεις, ἐπί νέων βάσεων вести \начало πηγάζω, προέρχομαι· брать \начало от... προέρχομαι..., πηγάζω·..· давать \начало чему́-л. κάμνω ἀρχή κάποιου πράγματος, θεμελιώνω κάτι· для \началоа γιά ν' ἀρχίσουμε·2. (основа, источник) ἡ ἀρχή:организующее \начало ἡ ὁργανωτική δύναμη·3. \началоа мн. (основные положения) βάσεις:\началоа химии βάσεις τής χημείας·4. \началоа мн. (способы, методы) ἡ ἄρχή. ἡ βάσνς:на социалистических \началоах σέ σοσιαλιστικές βάσεις· работать на коллективных \началоах ἐργάζομαι κολλεκ-τιβίστικα· ◊ быть под \началоом у кого-л. εὐρίσκομαι ὑπό τάς διαταγάς κάποιου· лиха беда \начало погов. ἡ ἀρχή εἶναι δύσκολη. -
18 нашивать
нашиватьнесов1. (пришивать сверху) ράβω ἐπάνω, ἐπιρράπτω·2. (в каком-либо количестве) ράπτω, ράβω, κάμνω ροῦχα σέ ὠρισμένη ποσότητα -
19 пепел
пепелм ἡ στάχτη, ἡ τέφρα:обращать в \пепел ἀποτεφρώνω, κάμνω στάχτη. -
20 перерасчет
перерасчетм ὁ νέος λογαριασμός, τό ςαναλογαρΐασμα. произвести \перерасчет κάμνω νέο λογαριασμό, ξαναλογαριάζω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κάμνω — work pres subj act 1st sg κάμνω work pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμνω — (AM κάμνω) βλ. κάνω … Dictionary of Greek
κάμνω — βλ. κάνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάμνον — κάμνω work pres part act masc voc sg κάμνω work pres part act neut nom/voc/acc sg κάμνω work imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κάμνω work imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκμηός — κάμνω work perf part act neut nom/voc/acc sg κάμνω work perf part act neut acc sg κάμνω work perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκμηότα — κάμνω work perf part act neut nom/voc/acc pl κάμνω work perf part act masc acc sg κάμνω work perf part act neut acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμνετε — κάμνω work pres imperat act 2nd pl κάμνω work pres ind act 2nd pl κάμνω work imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμνῃ — κάμνω work pres subj mp 2nd sg κάμνω work pres ind mp 2nd sg κάμνω work pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμνόντων — κάμνω work pres part act masc/neut gen pl κάμνω work pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμόν — κάμνω work aor part act masc voc sg κάμνω work aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμόντα — κάμνω work aor part act neut nom/voc/acc pl κάμνω work aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)