Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κάμινος

См. также в других словарях:

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — κάμῑνος , κάμινος oven fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… …   Dictionary of Greek

  • κεραμοκάμινος — η καμίνι, στο οποίο ψήνονται κεραμίδια και πήλινα σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + κάμινος (< κάμινος), πρβλ. ασβεστο κάμινος, υψι κάμινος] …   Dictionary of Greek

  • καμίνη — καμίνη, ἡ (Α) πάπ. κάμινος, καμίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κάμινος (η) κατά τα πολλά θηλ. ουσ. σε η] …   Dictionary of Greek

  • καμίνι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 315 κάτ.) του νομού Θεσπρωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 47 χλμ. ΝΑ της Ηγουμενίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παραμυθιάς του νομού Θεσπρωτίας. * * * το (AM καμίνιον) (υποκορ. τού κάμινος)… …   Dictionary of Greek

  • καμιναίος — καμιναῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στο καμίνι ή προέρχεται από αυτό 2. το θηλ. ως ουσ. ή καμιναία η κάμινος, το καμίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + κατάλ. αῖος (πρβλ. θαλαμ αίος, καλαμ αίος)] …   Dictionary of Greek

  • πισσοκάμινος — ο, ΝΑ κάμινος για την εξαγωγή ξυλόπισσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κάμινος] …   Dictionary of Greek

  • πυριτοκάμινος — ο, Ν τεχνολ. κάμινος μέσα στην οποία γίνεται η φρύξη τού σιδηροπυρίτη κατά τη βιομηχανική παρασκευή τού θειικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτης + κάμινος] …   Dictionary of Greek

  • υψικάμινος — Βιομηχανική εγκατάσταση συνεχούς λειτουργίας για την παραγωγή χυτοσίδηρου από τα σιδηρούχα ορυκτά και γενικά από τα οξειδωμένα υπόλοιπα μεταλλικών κατασκευών διαφορετικής προέλευσης. Οι πρώτες υ. κατασκευάστηκαν στην Ευρώπη γύρω στο 1200, όταν η… …   Dictionary of Greek

  • φρεατοκάμινος — η, Ν κάμινος, σε σχήμα φρέατος, για την τήξη μετάλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, ατος + κάμινος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»