Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κάμαρα

См. также в других словарях:

  • καμάρα — καμάρᾱ , καμάρα anything with an arched cover fem nom/voc/acc dual (ionic) καμάρᾱ , καμάρα anything with an arched cover fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμαρα — κάμαρα, η και κάμαρη, η (λ. ιταλ.), δωμάτιο: Πηγαίνετε στην κάμαρά σας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμάρα — Ονομασία εννέα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 287 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 59 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. 2. Ημιορεινός οικισμός …   Dictionary of Greek

  • κάμαρα — Ονομασία εννέα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 287 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 59 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. 2. Ημιορεινός οικισμός …   Dictionary of Greek

  • καμάρᾳ — καμάραι , καμάρα anything with an arched cover fem nom/voc pl (ionic) καμάρᾱͅ , καμάρα anything with an arched cover fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάρα — η ημικυλινδρικός θόλος, τόξο: Αυτό το γεφύρι έχει τρεις καμάρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμάρας — καμάρᾱς , καμάρα anything with an arched cover fem acc pl (ionic) καμάρᾱς , καμάρα anything with an arched cover fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάραι — καμάρα anything with an arched cover fem nom/voc pl (ionic) καμάρᾱͅ , καμάρα anything with an arched cover fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάραν — καμάρᾱν , καμάρα anything with an arched cover fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμαρῶν — καμάρα anything with an arched cover fem gen pl (ionic) καμαρός fem gen pl καμαρός masc/neut gen pl καμαρόω furnish with a vault pres part act masc voc sg (doric aeolic) καμαρόω furnish with a vault pres part act neut nom/voc/acc sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάραις — καμάρα anything with an arched cover fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»