Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κάλτσα

  • 1 κάλτσα

    [калца] ουσ. Θ. чуло

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κάλτσα

  • 2 малое

    мал||ое
    с τό λίγο:
    без \малоеого... σχεδόν, περίπου...· самое \малоеое τό ὁλιγώτερο· довольствоваться \малоеым εἶμαι ὁλιγαρκής· ◊ с \малоеых лет ἀπό τά μικρά μου χρόνια, ἀπό τά μικράτα μου· мал, да удал погов. μικρός, ἀλλά θαυματουργός· от \малоеа до велика μικροί καί μεγάλοι, ὀλοι χωρίς ἐξαίρεση· мал \малоеа меньше разг ὁ ἔνας πιό μικρός ἀπ' τόν ἀλλο.
    малый II
    м разг τό ἀγόρι, τό παιδί, τό παλληκάρι:
    славный \малое ὁ λεβέντης·, он \малое не промах εἶναι διαβόλου κάλτσα.

    Русско-новогреческий словарь > малое

  • 3 прорывать

    прорывать I
    несов
    1. (разрывать) σχίζω, τρυπώ:
    \прорывать носо́к σχίζω τήν κάλτσα·
    2. (какую-л. преграду) σπάνω (μετ.), διασπώ:
    \прорывать блокаду σπάνω τόν ἀποκλεισμό· \прорывать ли́иию оборо́ны противника διασπώ τήν ἀμυντική γραμμή τοῦ ἐχθροῦ.
    прорывать II
    несов (рыть) σκάβω, σκάπτω, ἀνοίγω (σκάβοντας).

    Русско-новогреческий словарь > прорывать

  • 4 тертый

    тертый
    1. прич. от тереть·
    2. прил (на терке) τριμμένος·
    3. прил (о красках) μπογιές σέ μορφή σκόνης· ◊ \тертый калач разг ὁ τετραπέρατος ἀνθρωπος, τοῦ διαβόλου κάλτσα

    Русско-новогреческий словарь > тертый

  • 5 чертовски

    чертов||ски
    нареч διαβολεμένα:
    \чертовскиски хитра εἶναι τοῦ διαβόλου κάλτσα· \чертовскиски холодно κά(μ)νει διαβολεμένο κρύο· мие \чертовскиски хочется есть ἔχω μιά διαβολεμένη πείνα.

    Русско-новогреческий словарь > чертовски

  • 6 чулок

    чул||о'к
    м ἡ κάλτσα:
    капроновые \чулокки́ οἱ κάλτσες νάιλον шерстяные \чулокки́ οἱ μάλλινες κάλτσες· ◊ синий \чулок ἡ λογι-ώτατη, ἡ λογία κυρία.

    Русско-новогреческий словарь > чулок

  • 7 чулок

    [τσουλόκ] ουσ. α κάλτσα

    Русско-греческий новый словарь > чулок

  • 8 чулок

    [τσουλόκ] ουσ α κάλτσα

    Русско-эллинский словарь > чулок

  • 9 ввязать

    ввяжу, ввяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ввязанный, βρ: -зан, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. εμπλέκω, πλέκω μέσα, συνδέω πλέκοντας•

    ввязать пятку в чулок πλέκω φτέρνα στην κάλτσα.

    2. μτφ. μπλέκω, τυλύγω, μπερδεύω• ввязать кого-н. в неприятное дело μπλέκω κάποιον σε παλιοδουλιά.
    παίρνω μέρος, αναμιγνύομαι, μπερδεύομαι, ανακατεύομαι, μπλέκομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ввязать

  • 10 ноговица

    θ. (διαλκ.) χοντρή, μάλλινη κάλτσα, τσουράπι.

    Большой русско-греческий словарь > ноговица

  • 11 прорвать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прорванный, βρ: -ван, -а, -о.
    1. σχίζω, ξεσχίζω•

    прорвать чулок ξεσχίζω την κάλτσα.

    2. διατρυπώ, κάνω τρύπα, ανοίγω οπή. || σπάζω, κάνω ρήγμα•

    прорвать линию обороны противника σπάζω τη γραμμή της άμυνας του εχθρού•

    прорвать блокоду σπάζω τον κλοιό.

    3. αναζωογονούμαι, αναζωπυρούμαι, φορτσάρω, παίρνω φόρτσα.
    1. σχίζομαι, ξεσχίζομαι.
    2. σπάζω, παθαίνω διάρυξη•

    плотина -лась το φράγμα έσπασε.

    || ανοίγω•

    -лся нарыв έσπασε το απόστημα.

    3. ανοίγω δρόμο, υπερπηδώ, ξεπερνώ εμπόδιο. || προχωρώ σπάζοντας.
    4. εμφανίζομαι ξαφνικά.

    Большой русско-греческий словарь > прорвать

  • 12 рак

    α.
    αστακός•

    речной рак αστακός ο ποτάμιος (καραβίδα),

    εκφρ.
    знать где -и зимуют – πρέπει να ξέρεις όλες τις τρύπες (να είσαι κάλτσα του διαβόλου)•
    показать, где -и зимуют – (απειλή)• θα σου δείξω εγώ πόσ απίδια παίρνει ο σάκκος•
    стоять (ползти) -ом – στέκομαι (έρπω) στα τέσσερα•
    когда свистнет – όταν λαλήσει η σαρδέλλα ή όταν ασπρίσει ο κόρακας (ποτέ)•
    красный как рак – κόκκινος σαν την παπαρούνα.
    α.
    καρκίνος (ασθένεια).
    α.
    καρκίνος (αστερισμός).

    Большой русско-греческий словарь > рак

  • 13 распустить

    ρ.σ.μ.
    1. απολύω, αφήνω ελεύθερους (να φύγουν). || διαλύω•

    распустить комиссию δια-λΰω επιτροπή.

    2. ζεσφίγγω, χαλαρώνω, (ξε) λασκάρω, μποσκάρω. || ανοίγω, ξετυλίγω, ξεδιπλώνω•

    распустить паруса ανοίγω τα πανιά.

    || ξεπλέκω• ξηλώνω•

    распустить косы ξεπλέκω τις κοτσίδες•

    распустить чулок ξηλώνω την κάλτσα.

    3. χαλαρώνω (την πειθαρχία, επίβλεψη)• καλομαθαινω• χαλνώ.
    4. διαδίδω (φήμες, κουτσομπολιά κ.τ.τ.).
    5. διαλύω•

    распустить синьку в воде διαλύω λουλάκι στο νερό.

    εκφρ.
    распустить горло (глотку)• – (απλ.) κραυγάζω δυνατά, γκαρίζω•
    распустить язык – γλωσσοκοπανώ, αδολεσχώ• κόβει και ράβει η γλώσσα.
    1. ανοίγω (για μπουμπούκια)• ανθίζω•

    роза -лась το τριαντάφυλλο άνοιξε.

    || (για δέντρα) καλύπτομαι με φύλλωμα.
    2. ξεσφίγγομαι, χαλαρώνομαι, ξελασκάρω. || ξεπλέκομαι• ξηλώνομαι. || ξετυλίγομαι.
    3. ξεπέφτω, αδυνατίζω, εξασθενώ. || μτφ. παρακμάζω.
    4. γίνομαι ανυπάκουος• απειθαρχώ,
    5. (για οδό) λασπώνω.
    6. διαλύομαι•

    соль -лась в воде το αλάτι διαλύθηκε (έλιωσε) στο νερό.

    Большой русско-греческий словарь > распустить

См. также в других словарях:

  • κάλτσα — η (Μ κάλτσα) πλεκτό ή υφαντό κάλυμμα, το οποίο περιβάλλει ολόκληρο το κάτω μέρος τού ποδιού ή και ολόκληρο το πόδι, περικνημίδα, περιπόδιο νεοελλ. 1. η μάλλινη περικνημίδα τών φουστανελλάδων 2. είδος πλέξης 3. φρ. «διαβόλου κάλτσα» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • κάλτσα — η (λ. ιταλ.), εφαρμοστό κάλυμα των άκρων του ποδιού: Φόρεσε τα παπούτσια χωρίς να βάλει τις κάλτσες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλτσώνω — [κάλτσα] φορώ σε κάποιον κάλτσες …   Dictionary of Greek

  • καλτσοδέτα — η ελαστική ταινία με την οποία η κάλτσα συγκρατείται πάνω ή κάτω από το γόνατο, κνημοδέτης, γονατόδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλτσοδέτης, ο, μεταπλασμός σε θηλ. γένος από το κάλτσα, η] …   Dictionary of Greek

  • σκάλτσα — η, Ν η κάλτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλτσα, με προθετικό σ (πρβλ. σκόνη: κόνις)] …   Dictionary of Greek

  • τσουράπι — τσουράπι, το και τσοράπι, το (λ. τουρκ.) 1. κοντή μάλλινη κάλτσα των χωρικών χειρόπλεχτη. 2. κάθε αντρική κάλτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Medieval Greek — Ἑλληνική Ellinikí Spoken in eastern Mediterranean Extinct developed into Modern Greek by 1453 …   Wikipedia

  • Byzantinisches Griechisch — Mittelgriechisch Zeitraum 600–1453 Ehemals gesprochen in Staatsgebiet des Byzantinischen Reichs, südliche Balkanhalbinsel, Süditalien, Kleinasien, Schwarzmeerküste, Ostküste des Mittelmeers und heutiges Ägypten Linguistische Klassifikation Indo… …   Deutsch Wikipedia

  • Mittelgriechisch — Zeitraum 600–1453 Ehemals gesprochen in Staatsgebiet des Byzantinischen Reichs, südliche Balkanhalbinsel, Süditalien, Kleinasien, Schwarzmeerküste, Ostküste des Mittelmeers und heutiges Ägypten Linguistische Klassifikation Indo Europäisch… …   Deutsch Wikipedia

  • Mittelgriechische Sprache — Mittelgriechisch Zeitraum 600–1453 Ehemals gesprochen in Staatsgebiet des Byzantinischen Reichs, südliche Balkanhalbinsel, Süditalien, Kleinasien, Schwarzmeerküste, Ostküste des Mittelmeers und heutiges Ägypten Linguistische Klassifikation Indo… …   Deutsch Wikipedia

  • Arabe tunisien — Tunisien التونسي [Tu:nsi] Parlée en  Tunisie Région parlé également en Allemagne, Belgique, France et …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»