-
1 монета
монет||аж1. τό νόμισμα:звонкая \монета τά μεταλλικά νομίσματα, τά κέρματα· разменная \монета τά ψιλά χρήματα, τά ψιλά· фальшивая \монета τό κίβδηλο[ν] νόμισμα, τό κάλπικο νόμισμα· чеканить \монетау κόβω νομίσματα· ◊ принимать за чистую \монетау разг παίρνω (ἔνα πράγμα) τοις μετρητοίς, στά σοβαρά· платить той же \монетаой разг ἀνταποδίδω τά ίσα (или τά ίδια), πληρώνω κάποιον μέ τό ἰδιο νόμισμα. -
2 липа
-
3 монета
-ы θ.1. νόμισμα μεταλλικό• μονέδα•серебряная монета ασημένιο νόμισμα•
медная -χάλκινο νόμισμα•
фальшивая монета κάλπικο νόμισμα•
чеканить -у κόβω νομίσματα.
|| κέρματα•мелкая ή разменная монета τα ψιλά, τα λιανά, -ώματα.
|| χρήματα, λεφτά•гони -у δόσε χρήματα, κατέβαινε λεφτά.
2. το ρούβλι.εκφρ.отплатить той же -ой – πληρώνω με το ίδιο νόμισμα (ανταποδίδω τα ίσα)•принять что за чистую -у – παραδέχομαι (εκλαμβάνω) κάτι σαν αληθινό ή αγαθό. -
4 подсунуть
ρ.σ.μ.χώνω, βάζω αποκάτω•подсунуть сундук под кровать βάζω το σεντούκι κάτω από το κρεβάτι.
|| χώνω, βάζω απαρατήρητα, κρυφά. || απατώ, ξεγελώ, πασάρω•он -ул мне фальшивую монету αυτός μου πάσαρε ένα κάλπικο νόμισμα.
(απλ.) πλησιάζω• χώνομαι. || μτφ. επεμβαίνω•подсунуть с советами επεμβαίνω με συμβουλές.
-
5 фальсификация
-и θ.1. παραποίηση• πλαστότητα κιβδηλία• καλπουζανιά•фальсификация документов παλστογράφηση εγγράφων•
фальсификация выборов η νοθεία των εκλογών•
фальсификация вина νόθευση κρασιού•
фальсификация выборов καλπονόθευση εκλογών.
2. διαστρεύ-λωση•фальсификация исторических фактов διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων.
3. αντικείμενο ψεύτικο, κάλπικο, κίβδηλο.
См. также в других словарях:
κάλπικος — η, ο επίρρ. α (λ. τουρκ.) 1. κίβδηλος: Το νόμισμά σου είναι κάλπικο. 2. δολερός, κατεργάρικος: Είναι κάλπικος χαρακτήρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)