-
1 κάθοδος
[катодос] ουσ. Θ. спуск, схождение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κάθοδος
-
2 движение
1. (мех., физ., эк.) η κίνησηбеспорядочное - ακανόνιστη -, τυχαία -вихревое - στροβι-λώδης/στροβιλωειδής -замедленное - επιβραδυνομένη -, η επιβράδυνση-капитала фин. - του κεφαλαίουколебательное - της ταλάντωσης, η ταλάντωσηнисходящее - καθοδική -, η κάθοδοςобратное мех. - ανάστροφη -, αντίστροφη -попятное - астр. η οπισθοβατική φορά- против часовой стрелки - εναντίον της φοράς των δεικτών του ωρολογίου, αριστερόστροφη -прямое астр. ορθή -суточное - астр. η ημερήσια μεταβολή2. (перемещение элементов машин, механизмов) η διαδρομή, η κίνηση, η πορεία- вверх ανοδική -, η άνοδοςвидимое - φαινόμενη -, φαινομενική -- вниз καθοδική -, η κάθοδοςкругообразное - см. круговращательное -3. (приведение в движение) η πρόωση, η προώθησηракетное - η πυραυλική προώθηση ^(общественное) το κίνημα5. (транспорта) η κίνηση, η κυκλοφορίαрасписание - я ο πίνακας των δρομολογίων (τρένων, πλοίων)однопутное - см. одностороннее -одностороннее - μιας κατεύθυνσης, ο μονόδρομος- τράνζιτ6. мор. το συγκρότημα εμβόλου, βάκτρου, σταυρού και διωστήρα 7. (жидкости, газов) η ροή, η κυκλοφορίαбезвихревое - ήρεμη -, παράλληλη -ламинарное - γραμμική -, νηματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движение
-
3 спуск
спуск м 1) (с горы и т. п.) το κατέβασμα, η κάθοδος 2) (корабля) η καθέλκυση 3) (откос) о κατήφορος* * *м1) (с горы и т. п.) το κατέβασμα, η κάθοδος2) ( корабля) η καθέλκυση3) ( откос) ο κατήφορος -
4 ввод
1. эл. (изолятор) о μονωτήραςмаслона-полненный - ελαίου/λαδιού2. (кабеля) η είσοδος 3. вчт. η εισαγωγή- информации - δεδομένων/πληροφοριών4. (в действие, в эксплуатацию) η έναρξη, η λειτουργία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ввод
-
5 катод
физ. η κάθοδος, το αρνητικό ηλεκτρόδιο, бариево-вольфрамовый - του βαρίου-βολφραμίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > катод
-
6 опускание
1. (перемещение вниз) το κατέβασμα, η κάθοδος, η κατάβαση 2. (выбрасывание) η παράλειψη, η εξαίρεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опускание
-
7 планирование
I. 1. (составление плана или проекта постройки, сооружения и т.п.) η σχεδίαση, ο σχεδιασμός 2. (расположение чего-л. согласно чертежу, плану) η σχεδίαση 3. (составление плана каких-л. мероприятий, развития чего-л.) το πρόγραμμα, το σχέδιο 4. эк. о σχεδιασμ/ός, ο προγραμματισμός II. ав. η ανεμοπορία, η ανεμοπλοία, η ομαλή κάθοδος με σβηστό κινητήρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > планирование
-
8 снижение
1. (уменьшение) η μείωση, η ελάττωση, το χαμήλωμα, το κατέβασμα- курса доллара (банк.эк.) - της τιμής του δολαρίου2. (ухудшение, напр. качества) η υποβάθμιση 3. ав. η κάθοδος 4. (в должности, звании) о υποβιβασμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снижение
-
9 спуск
1. (движение вниз) η κάθοδος- по спирали (ав) ελικοειδής -, σπειροειδής -2. (уклон) η κατηφόρα, ο κατήφορος 3. (устройство типа лотка или жёлоба) о αγωγός εκφόρτωσηςспиральный - см. винтовой -4. (выпуск, сброс, разгрузка) η άφεση 5. полигр. η σελιδοθέτηση 6. (судна, катера и т.п. на воду) η καθέλκυση, η καθολκή 7. (опускание) το κατέβασμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спуск
-
10 фотокатод
η φωτο(ηλεκτρική) κάθοδοςη φωτοκάθοδοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фотокатод
-
11 катод
катодм физ. ἡ κάθοδος. -
12 катод
[κατότ] ουσ. α. (φυσ.) κάθοδος -
13 катод
[κατότ] ουσ α (φυσ) κάθοδος -
14 катод
-а α.κάθοδος (αρνητ. ηλεκτρισμένο καλώδιο). -
15 парашютирование
-я ουδ.βραδύτατη κάθοδος αεροπλάνου ή αεροστάτου. -
16 планирование
-я ουδ.σχεδίαση, σχεδιοποίηση•планирование народного хозяйства σχεδιοποίηση της λαΐκής οικονομίας•
планирование города σχεδιοποίηση της πόλης.
-я ουδ. (για ανεμόπτερο) ομαλή κάθοδος ή με σβηστό τον κινητήρα. -
17 слалом
-а α.(αθλτ.) σλάλομ. (ταχεία κάθοδος με σκι). -
18 сноска
-и θ.1. κατέβασμα, κάθοδος.2. χάλασμα, καταστροφή• γκρέμισμα, κατεδάφιση.3. υποσημείωση• παραπομπή στο τέλος. || συμπληρωματικό κείμενο στο τέλος. -
19 спуск
-а, (-у) α.1. κατέβασμα, κατάβαση, κάθοδος• κατηφόριση•спуск в шахту κατέβασμα στο ορυχείο•
спуск флага κατέβασμα της σημαίας.
2. πτώση, απελευθέρωση•спуск курка πτώση του επικρουστήρα (όπλου).
3. καθέλκυση•корабля в воду καθέλκυση του πλοίου στα νερά.
4. ελάττωση, μείωση, λιγόστεμα•спуск воды λιγόστεμα του νερού.
5. κλίση, επικλινές μέρος• πλαγιά• κατηφόρα.6. η ουρά της σκαντά-λης.7. σελιδοθέτηση.εκφρ.не давать,дать -а (-у) – δε χαρίζω, δε συγχωρώ, δε δείχνω ε-πιε ίκεια. -
20 сход
-а α.1. κάθοδος, κατέβασμα.2. βγάλσιμο, εξαγωγή, μεταπήδηση• πέρασμα.3. βλ. сходка (1 σημ.).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κάθοδος — descent fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθοδος — Το αρνητικό ηλεκτρόδιο (ηλεκτρόλυση). Επίσης, κ. είναι ένα από τα βασικά στοιχεία μιας θερμιονικής λυχνίας. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για ένα ηλεκτρόδιο το οποίο, όταν θερμανθεί από ένα νήμα βολφραμίου που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα,… … Dictionary of Greek
κάθοδος — η 1. κατάβαση, κατέβασμα: Η κάθοδος στο υπόγειο του οινοπωλείου είναι επικίνδυνη. 2. η μετάβαση από μεσόγειο τόπο σε παράλιο: Ο Ξενοφώντας μας εξιστορεί την κάθοδο των μυρίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κάθοδος των Μυρίων — Η επιστροφή των Ελλήνων μισθοφόρων στον στρατό του Κύρου του Νεότερου, από τα Κούναξα στον Εύξεινο Πόντο (401 π.Χ.), υπό την ηγεσία του Ξενοφώντα, μετά την ήττα του Κύρου από τον αδελφό του, Αρταξέρξη. Η εκστρατεία αυτή περιγράφεται στα έργα του… … Dictionary of Greek
καθόδοις — κάθοδος descent fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθόδου — κάθοδος descent fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθόδους — κάθοδος descent fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθόδων — κάθοδος descent fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθόδῳ — κάθοδος descent fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόδου — κάθοδος descent fem gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόδῳ — κάθοδος descent fem dat sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)