-
1 κάδος
[кадос] ουσ. а. кадкаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κάδος
-
2 бак
бак м (для жидкостей) το ντεπόζιτο, η δεξαμενή ο κάδος (для перевозки)* * *м( для жидкостей) το ντεπόζιτο, η δεξαμενή; ο κάδος ( для перевозки) -
3 бадья
ο κάδος, ο ξύλινος κουβάςзагрузочная мет. - φόρτωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бадья
-
4 вакуум-ковш
η βούτα/ο κάδος κένωσης (κατά την ηλεκτρόλυση αλουμινίου, μα-γνίου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуум-ковш
-
5 ведро
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ведро
-
6 кадка
ο κάδος, η σκάφη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кадка
-
7 ковш
1. (мет., подъёмно-транспортных машин) о κάδοςпромежуточный мет. - ενδιάμεσος -2. мор. ο κόλπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ковш
-
8 контейнер
1. (тара) το εμπορευματοκιβώτιο, το κοντέινερ (ξεν.) 2. (приспособление, тара) το δοχείο, ο υποδοχέαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контейнер
-
9 миксер
1. мет. о κάδος του χυτοσιδήρου (με θέρμανση) 2. с.-х. ο μεικτής 3. пищ. ο αναμεικτήραςο μεικτήςразг. το μίξερ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > миксер
-
10 скип
ο κάδος (μεταλλουργικός, των ορυχείων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скип
-
11 бадья
бадьяж ὁ ξύλινος κουβδς, ὁ κάδος, ἡ κάδη. -
12 ведро
ведр||ос ὁ κουβᾶς, ὁ κάδος· ◊дождь льет как из \ведроа разг βρέχει μέ τό τουλούμι. -
13 кадка
кадкаж ὁ κάδος, ἡ κάδη. -
14 ковш
ковшл1. ὁ σίκλος, ὁ κάδος, τό ἀντ-λητήριο[ν]·2. тех. ὁ ἀντλητήρας / ἡ κουτάλα (литейный)·3. мор. ὁ κόλπος, τό λιμάνι. -
15 ушат
ушатм ὁ κάδος, τό μαστέλλο. -
16 чан
чанм ὁ κάδος, ἡ κάδη. -
17 кадка
[κάτκα] ουσ. θ. κάδος -
18 ковш
[κόβς] ουσ. α κάδος -
19 чан
[τσάν] ουσ. α κάδος -
20 кадка
[κάτκα] ουσ θ κάδος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κάδος — jar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδος — (I) ο (AM κάδος) κουβάς, ξύλινο ή μετάλλινο δοχείο για εναπόθεση, άντληση ή μεταφορά νερού ή άλλου υγρού («φοινικηΐου φ68οίνου κάδον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. ξύλινο δοχείο για πήξιμο τυριού 2. ξύλινο βυτίο για ζύμωση γλεύκους 3. φρ. (μεταλργ.) «κάδος… … Dictionary of Greek
κάδος — ο δοχείο από ξύλο ή μέταλλο κατάλληλο για μεταφορά υγρών: Μεταφέρουμε γάλα μέσα σε κάδους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κᾶδος — κῆδος care about neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδω — κάδος jar masc nom/voc/acc dual κάδος jar masc gen sg (doric aeolic) κά̱δω , κήδω trouble pres subj act 1st sg (doric) κά̱δω , κήδω trouble pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδοι — κάδος jar masc nom/voc pl κά̱δοῑ , κήδω trouble pres opt act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδοις — κάδος jar masc dat pl κά̱δοις , κήδω trouble pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδον — κάδος jar masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδου — κάδος jar masc gen sg κά̱δου , κήδω trouble pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) κά̱δου , κήδω trouble imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδους — κάδος jar masc acc pl κά̱δους , κῆδος care about neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδων — κάδος jar masc gen pl κά̱δων , κήδω trouble pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)