-
1 подбой
-я α.1. κάρφωμα, χτύπημα, βάλσι-μο, πέρασμα•подбой подмток το πέρασμα σολών.
2. υπορραφή, φοδράρισμα, υπένδυση.3. χτύπημα από κάτω• ρίξιμο από τα κάτω.4. υλικό σο-λών, ντακουν ιών.5. υπένδυση, φόδρα. || η εσωτερική ή η κάτω πλευρά. || επένδυση εσωτερικού ή κατώτερου μέρους (με σαν ίδες κλπ.).6. εγχάραγμα. -
2 положение
-я ουδ.1. θέση•географическое положение η γεωγραφική θέση•
положение луны при затемнении солнца η θέ.ση του φεγγαριού κατά την έκλειψη του ήλιου.
|| διάταξη•положение пальцев при игре в гитаре η θέση των δάχτυ,λων στο παίξιμο της κιθάρας.
|| στάση•заснул он в сидячем -и αποκοιμήθηκε καθιστός•
положение корпуса при метании копья η στάση του σώματος κατά τη ρίψη του ακοντίου.
|| κατάταξη•его социальное положение неплохое η κοινωνική του θέση δεν είναι και άσχημη.
|| πόζα.2. κατάσταση• περίσταση•положение дел η κατάσταση πραγμάτων•
находиться в затруднительном -и βρίσκομαι σε δυσχερή θέση•
перейти на нелегальное положение περνώ σε κατάσταση παρανομίας•
безнаджное положение больного απελπιστική κατάσταση του άρρωστου•
сложное положение вещей περίπλοκη κατάσταση πραγμάτων•
се-миное положение οικογενειακή κατάσταση•
международное положение η διεθνής κατάσταση•
осадное положение η κατάσταση πολιορκίας•
чрезвычайное положение в стране έκτακτη κατάσταση στη χώρα•
безвыходное, положение το αδιέξοδο.
3. κανονισμός• κώδικας•положение о выборах ο κώδικας εκλογών.
4. άποψη αποκρυσταλλωμένη, απαρέγκλιτη•-я диалектического материализма θέσεις του διαλεκτικού υλισμού.
εκφρ.хозяин ή господин -я – κυρίαρχος•в интересном -и – σε ενδιαφέρουσα κατάσταση (για έγκυα).
См. также в других словарях:
Λῶν — Λής masc gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῶν — λάω 1 pres part act masc voc sg λάω 1 pres part act neut nom/voc/acc sg λάω 1 pres part act masc nom sg (attic epic ionic) λάω 1 imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) λάω 1 imperf ind act 1st sg (homeric ionic) λάω 2 seize pres part act masc voc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὔλων — οὔ̱λων , ὅλοξ fem gen pl (ionic) οὔ̱λων , ὅλοξ masc/neut gen pl (ionic) οὔ̱λων , οὖλον the gums neut gen pl οὔ̱λων , οὖλος 1 whole fem gen pl οὔ̱λων , οὖλος 1 whole masc/neut gen pl οὔ̱λων , οὖλος 2 woolly fem gen pl οὔ̱λων , οὖλος 2 woolly… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλῶν — ψῑλῶν , ψιλός bare fem gen pl ψῑλῶν , ψιλός bare masc/neut gen pl ψῑλῶν , ψιλόω strip bare pres part act masc voc sg (doric aeolic) ψῑλῶν , ψιλόω strip bare pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ψῑλῶν , ψιλόω strip bare pres part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλῶν — σῡλῶν , σύλη the right of seizing the ship fem gen pl σῡλῶν , συλάω strip off pres part act masc voc sg σῡλῶν , συλάω strip off pres part act neut nom/voc/acc sg σῡλῶν , συλάω strip off pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σῡλῶν ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύλων — σύ̱λων , σύλη the right of seizing the ship neut gen pl σύ̱λων , σῦλα neut gen pl σύ̱λων , σῦλον the right of seizing the ship neut gen pl σύ̱λων , συλάω strip off imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σύ̱λων , συλάω strip off imperf ind act 1st… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασυλῶν — διασῡλῶν , διά συλάω strip off pres part act masc voc sg διασῡλῶν , διά συλάω strip off pres part act neut nom/voc/acc sg διασῡλῶν , διά συλάω strip off pres part act masc nom sg (attic epic ionic) διασῡλῶν , διά συλάω strip off pres part act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασυλῶν — παρασῡλῶν , παρά συλάω strip off pres part act masc voc sg παρασῡλῶν , παρά συλάω strip off pres part act neut nom/voc/acc sg παρασῡλῶν , παρά συλάω strip off pres part act masc nom sg (attic epic ionic) παρασῡλῶν , παρά συλάω strip off pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισυλῶν — περισῡλῶν , περισυλάομαι pres part act masc voc sg περισῡλῶν , περισυλάομαι pres part act neut nom/voc/acc sg περισῡλῶν , περισυλάομαι pres part act masc nom sg (attic epic ionic) περισῡλῶν , περισυλάομαι pres part act masc nom sg (attic epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλῶν — φῡλῶν , φυλάζω form into tribes fut part act masc voc sg φῡλῶν , φυλάζω form into tribes fut part act neut nom/voc/acc sg φῡλῶν , φυλάζω form into tribes fut part act masc nom sg (attic epic ionic) φῡλῶν , φυλή a race fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλῶν — χιλή fem gen pl χιλός green fodder for cattle masc gen pl χῑλῶν , χιλόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) χῑλῶν , χιλόω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) χῑλῶν , χιλόω pres part act masc nom sg χῑλῶν , χιλόω pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)