Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ιάζω

  • 1 весить

    вешу, весишь, ρ.δ.
    1. αμ. ζυγίζω, -ιάζω•

    груз -ит 40 кг. το φορτίο ζυγίζει 40 κιλά.

    2. μτφ. σημαίνω, έχω βαρύτητα•

    его слова ничего не -ят τα λόγια του δεν κοστίζουν τίποτε, δεν έχουν καμιά σημασία.

    3. βλ. вешать 2

    Большой русско-греческий словарь > весить

  • 2 неистовствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.
    μαίνομαι, λυσσομανώ, φρενιτιώ, φρενιάζω αφην ιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > неистовствовать

  • 3 охрипнуть

    ρ.σ., παρλθ. χρ. охрип, -ла, -ло
    βραχν ιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > охрипнуть

  • 4 раж

    α.
    μανία, λύσσα, φρενίτιδα•

    войти (прийти) в раж μανιάζω, λυσσάζω, φρεν ιάζω, φρε-νιτιώ, με πιάνει το μπουρίνι.

    Большой русско-греческий словарь > раж

  • 5 разбить

    разобью, разобьшь, προστκ. разбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбитый, βρ: -бит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω•

    разбить камень σπάζω πέτρα•

    разбить тарелку σπάζω πιάτο•

    в дребезги θρυμματίζω, κάνω κομμάτια.

    || μτφ. προξενώ μεγάλο άλγος•

    разбить сердце, душу συντρίβω την καρδιά, την ψυχή.

    || μτφ. χαλνώ, χαντακώνω, καταστρέφω.
    2. χτυπώ δυνατά•

    разбить голову σπάζω το κεφάλι•

    разбить нос в кровь χτυπώ δυνατά στη μύτη μέχρι αίμα.

    3. χαλνώ, αχρηστεύω. || κουνώ, τραντάζω.
    4. νικώ κατά κράτος, κατανικώ, συντρίβω. || καταπολεμώ, ανατρέπω (για επιχειρήματα, γνώμες κ.τ.τ.).
    5. χωρίζω, διαμελίζω• κατατεμαχίζω, κατατέμνω, κατακομματ ιάζω. || κατανέμω, διαμοιράζω, χωρίζω• διανέμω•

    нас -ли на четыре отряда μας κατένειμαν σε τέσσερα τμήματα.

    || αλλάζω, κάνω ψιλά, λιανά, -νώματα• χαλνώ•

    -ейте мне десять рублей αλλάξτε μου δεηα ρούβλια.

    || χωρίζω, διαζευγνύω (αντρόγυνο κ.τ.τ.).
    6. χαράσσω, σχεδιάζω, οροθετώ, βάζω όρια, σημάδια (για δρόμο, φύτευση κ.τ.τ.).
    7. στήνω, εγκατασταινω• μπήγω (για αντίσκηνα, κατασκήνωση κ.τ.τ.).
    8. χωρίζω με διαστήματα.
    9. χτυπώ, πλατύνω, σφυρηλατώ, σφυροκοπώ.
    10. (ιατρ.) προσβάλλω•

    отец был разбит парали-цом ο πατέρας έπαθε παράλυση.

    1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι• θλώμαι•

    стакан упал и разбился το ποτήρι έπεσε και έσπασε•

    разбить в дребезги καταθρυμματιζομαι, γίνομαι θρύψαλα, συντρίβομαι.

    2. μτφ. καταστρέφομαι•

    жизнь -лась η ζωή έγινα συντρίμμια.

    3. χτυπώ δυνατά, καταχτυπιέμαι•

    упал с лошади и -лся έπεσε από το άλογο και καταχτυπήθηκε.

    4. χαλνώ, αχρηστεύομαι, ζεχαρβαλιάζω (από τα τραντάγματα)•

    телега в дороге -лась το αμάξι ζεχαρβάλιασε στο δρόμο.

    5. χωρίζομαι, διαμοιράζομαι, κατανέμομαι, κομματιάζομαι. || χωρίζω, διαζευγνύομαι• παίρνω διαζύγιο.

    Большой русско-греческий словарь > разбить

  • 6 свести

    сведу, сведшь, παρλθ. свл, свела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. сведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сведенный, βρ: -ден, -дена, -но,
    επιρ. μτχ. сведя ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω, βοηθώ να κατέβει•

    свести слепого с лестницы κατεβάζω τον τυφλό από τη σκάλα.

    2. βλ. отвести (1 σημ.),
    3. βλ. сводить 1.
    4. αναμερίζω, απομακρύνω•

    лошадь с дороги παίρνω το άλογο από το δρόμο.

    5. αφαιρώ, εξαλείφω, βγάζω•

    свести пятно βγάζω το λεκέ.

    6. κόβω (το δάσος).
    7. ανταμώνω, φέρω σε συνάντηση, γνωρίζω κάποιον με άλλον. || πιάνω (φιλία, γνωριμία κ.τ.τ.).
    8. προσεγγίζω, πλησιάζω, φέρω κοντά•

    свести ветки деревьев συμμαζεύω τα κλαδιά των δέντρων•

    -брови σμίγω τα φρύδια, κάνω συνοφρύωση.

    || συνδέω, ενώνω. || συγκεντρώνω, συνάζω, συναθροίζω.
    9. τεντώνω, σφίγγω• μουδιάζω, ξυλιάζω.
    10. συνενώνω, συγχωνεύω. || λογαρ ιάζω, συγκεφαλαιώνω, συνοψίζω.
    11. περιορίζω, περιστέλλω, λιγοστεύω, ελαττώνω•

    свести курение περιορίζω το κάπνισμα•

    свести расходы к минимому περιορίζω τα έξοδα στο ελάχιστο.

    || φέρω, πε.-ριάγω.
    12. βγάζω, μεταφέρω, αποτυπώνω, ξεσηκώνω•

    свести рисунок на папиросную бумагу βγάζω το σχέδιο σε χαρτί τσιγαρόχαρτου.

    εκφρ.
    свести счты – ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς με κάποιον•
    свести с престола – εκθρονίζω•
    свести с пьедестала (высоты) – αμαυρώνω (την αίγλη, τιμή,υπόληψη).
    1. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω.
    2. περιορίζομαι, περιστέλλομαι•

    расходы -лись к минимому τα έξοδα περιορίστηκαν στο ελάχιστο.

    3. αποτυπώνομαι, ξεσηκώνομαι, βγαίνω (για σχέδια κ.τ.τ.). ] περιάγο-μαι, περιέρχομαι• καταντώ, καταλήγω•

    серь-зный разговор -лся на болтовню η σοβαρή συνομιλία κατέληξε σε φλυαρία.

    Большой русско-греческий словарь > свести

  • 7 секретничать

    ρ.δ.
    1. κρατώ (φυλάγω) μυστικό.
    2. μιλώ κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώ, κρυ-φο--κουβεντ ιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > секретничать

  • 8 скирдовать

    -дую, -дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скирдованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ.μ. θημων ιάζω.
    θημων ιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > скирдовать

  • 9 смотать

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. мотать 1 (1 σημ.).
    2. ξετυλίγω, ξεκουβαρ ιάζω.
    εκφρ.
    смотать удочки – το κόβω πέρα ή λάσπη, το σκάζω.
    1. βλ. мотаться (1 σημ.).
    2. (απλ.) φεύγω.
    3. πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > смотать

  • 10 сновать

    сную, снуешь ρ.δ.μ.
    1. υφαίνω ιστό, στημον ιάζω. || (για σαΐτα) κινώ μπροστά-πίσω (παλινδρομικά).
    2. μτφ. κινούμαι πέρα-δώθε, προς διάφορες κατευθύνσεις.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > сновать

  • 11 тюковать

    -кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тюкованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ.μ. δε-ματίζω, -ιάζω, κάνω δεμάτια ή δέματα.
    δεματιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > тюковать

См. также в других словарях:

  • ἰάζω — pres subj act 1st sg ἰάζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… …   Dictionary of Greek

  • ιάζω — (I) ἰάζω (Α) [ίον] έχω χρώμα ίου, μενεξέ. (II) ἰάζω (Α) [ιός (ΙV)] (για τη χολή) είμαι πράσινος. (III) ἰάζω (Μ) [ιά (I)] κράζω μεγαλοφώνως, κραυγάζω. (IV) ἰάζω (Α) [ιάς] ιωνίζω …   Dictionary of Greek

  • πιτυρ(γ)ιάζω — Ν πάσχω από πιτυρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρο + κατάλ. ιάζω, η οποία απαντά και σε άλλα ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. αρχ. κατάλ. ιάω / ιώ), πρβλ. ψωρ ιάζω] …   Dictionary of Greek

  • αυθαδ(ε)ιάζω — [AM αὐθαδ(ε)ιάζομαι] συμπεριφέρομαι ἡ μιλάω με αυθάδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. αυθαδειάζομαι < αυθάδεια αυθαδιάζομαί < αυθαδία] …   Dictionary of Greek

  • ἰασεῦσι — ἰάζω fut part act masc/neut dat pl (doric) ἰάζω fut ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰασθέντα — ἰάζω aor part pass neut nom/voc/acc pl ἰάζω aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰασοῦν — ἰάζω fut part act masc voc sg (doric) ἰάζω fut part act neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάζει — ἰάζω pres ind mp 2nd sg ἰάζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάζοντα — ἰάζω pres part act neut nom/voc/acc pl ἰάζω pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάζοντι — ἰάζω pres part act masc/neut dat sg ἰάζω pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»