-
1 ισχυρίζομαι
[исхиризомэ] р. утверждать, настаивать на чем- либо.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ισχυρίζομαι
-
2 утверждать
утверждать 1) ισχυρίζομαι, υποστηρίζω; βεβαιώνω 2Ϊ см. утвердить* * *1) ισχυρίζομαι, υποστηρίζω; βεβαιώνω2) см. утвердить -
3 отговариваться
отговаривать||сяπροφασίζομαι, δικαιολογοῦμαι, ἰσχυρίζομαι:\отговариватьсяся незнанием ἰσχυρίζομαι ἄ· · γνοια· \отговариваться нездоровьем προφασίζομαι ἀδιαθεσία. -
4 противное
противноес τό ἀντίθετο[ν], τό ἐναντίον:утверждать \противное ἰσχυρίζομαι τό ἀντίθετο. -
5 утверждать
утвержда||тьнесов1. (санкционировать) ἐγκρίνω, ἐπικυρώνω:\утверждать в должности ἐγκρίνω τόν διορισμό· \утверждать проект (план) ἐγκρίνω τό σχέδιο· \утверждать договор ἐπικυρώνω συμβόλαιο·2. (устанавливать) ἐδραιώνω, καθιερώνω, ἐγκαθιστώ:\утверждать свое господство ἐδραιώνω τήν κυριαρχία μου·3. (уверять β чем-л.) ἰσχυρίζομαι, ὑποστηρίζω:я \утверждатью, что он неправ ἐγώ ὑποστηρίζω ὅτι ἔχει ἀδικο· это \утверждатьет меня в мысли, что... αὐτό μοῦ ἐνισχύει τήν γνώμη ὅτι... -
6 утверждать
ρ.δ.1. βλ. утвердить.2. μ. υποστηρίζω, ισχυρίζομαι-επιμένω•все -ют, что он прав όλοι υποστηρίζουν ότι αυτός έχει δίκαιο.
3. μ• μαρτυρώ υπέρ, προς όφελος (κάπο ιου).
См. также в других словарях:
ισχυρίζομαι — ισχυρίζομαι, ισχυρίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ισχυρίζομαι — (ΑΜ ἰσχυρίζομαι) [ισχυρός] διατυπώνω κάτι και τό υποστηρίζω με επιμονή μσν. αρχ. ισχυροποιώ τη θέση μου, γίνομαι δυνατός αρχ. 1. δείχνω τη δύναμη μου σε κάποιον 2. (για αθλητές) αγωνίζομαι για κάτι 3. έχω πεποίθηση σε κάτι … Dictionary of Greek
ισχυρίζομαι — ισχυρίστηκα, υποστηρίζω, βεβαιώνω κάτι: Ισχυρίζομαι πως είμαι αθώος. – Ισχυρίστηκε πως είδε με τα μάτια του το δράστη του εγκλήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσχυρίζομαι — ἰσχῡρίζομαι , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχυρίζεσθε — ἰ̱σχῡρίζεσθε , ἰσχυρίζομαι make oneself strong imperf ind mp 2nd pl ἰσχῡρίζεσθε , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres imperat mp 2nd pl ἰσχῡρίζεσθε , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres ind mp 2nd pl ἰσχῡρίζεσθε , ἰσχυρίζομαι make oneself… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχυριζόμεθα — ἰ̱σχῡριζόμεθα , ἰσχυρίζομαι make oneself strong imperf ind mp 1st pl ἰσχῡριζόμεθα , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres ind mp 1st pl ἰσχῡριζόμεθα , ἰσχυρίζομαι make oneself strong imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχυρίζηι — ἰσχῡρίζῃ , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres subj mp 2nd sg ἰσχῡρίζῃ , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres ind mp 2nd sg ἰσχῡρίζῃ , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχυρίζου — ἰ̱σχῡρίζου , ἰσχυρίζομαι make oneself strong imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) ἰσχῡρίζου , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἰσχῡρίζου , ἰσχυρίζομαι make oneself strong imperf ind mp 2nd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχυρίζῃ — ἰσχῡρίζῃ , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres subj mp 2nd sg ἰσχῡρίζῃ , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres ind mp 2nd sg ἰσχῡρίζῃ , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχυριείω — ἰσχυριείω (Α) επιθυμώ να ισχυριστώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό ρ. τού τ. ἰσχυρίζομαι: ἰσχυρι είω < ἰσχυριοῦμαι, μέλλ. τού ἰσχυρίζομαι] … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek