-
1 ιππέας
[ипеас] ουσ. а. наездникΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ιππέας
-
2 всадник
-
3 кавалерист
-
4 наездник
наездник м о ιππέας, ο καβαλάρης' \наездникца ж η ιππεύτρια, η αμαζόνα* * *м; ж - наездницаο ιππέας, ο καβαλάρης -
5 верховой
верхов||о́й·1. прил ίππευτικός, τής ιππασίας:\верховойая езда ἡ ἱππασία, ἡ ίππευσις· \верховойая лошадь ἄλογο (или ἰππος) ἱππασίας·2. м ὁ ἱππέας, ὁ καβαλλάρης. -
6 всадиик
всадиикм ὁ ιππέας, ὁ ιππείς, ὁ κα-βαλλάρης. -
7 конник
конникм (всадник) ὁ ίππέας [-εύς], ὁ καβαλλάρης, ὁ Εφιππος. -
8 ловкяй
ловк||яйприл ἐπιδέξιος, ἐπιτήδειος, καπάτσος, σβέλτος:\ловкяй удар τό ἐπιδέξιο κτύπημα· \ловкяй наездник ὁ ἐπιδέξιος ἱππέας. -
9 верховой
-
10 вершник
-а α.παλ. καβαλάρης, ιππέας. -
11 всадник
-а α. -ца, -ы θ. καβαλάρης, -ισσα, ιππέας, -εύτρια. -
12 ездок
-
13 кавалерист
-а α.ιππέας, καβαλάρης. -
14 кирасир
-
15 конник
-а α.καβαλάρης, ιππέας, έφιππος. -
16 конный
επ.1. του αλόγου, του ίππου•-ая ярмарка αλογοπάζαρο.
2. με άλογο, ιππικός•-ая тяга ιππική έλξη.
3. του ιππικού•-ая армия το ιππικό•
конный отряд τμήμα ιππικού.
|| για ιππασία•конный путь ιππόδρομος.
4. ιππέας, καβαλάρης.εκφρ.конный двор – ιπποστάσιο•конный завод – ιπποτροφείο, ιπποφορβείο, αλογοτροφείο., -
17 наездник
-а α.-ца, -ы θ.καβαλάρης, ιππέας, έφιππος, αναβάτης. -
18 пикадор
-а α.ιππέας ταυρομάχος. -
19 рейтар
-а α. παλ. • ιππέας (στρατιώτης ιππικού). -
20 сабля
-и θ.σπαθί, σπάθη, -α. || (στρατ.) ιππέας•отряд в сто сабель τμήμα εκατό ιππέων.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ιππέας — ο, θηλ. ιππεύτρια (ΑΜ ἱππεύς, έως, Α επικ. γεν. ἱππῆος) [ίππος] 1. αυτός που ανεβαίνει στο άλογο, έφιππος, καβαλάρης («κοὔτε τις ἄγγελος οὔτε τις ἱππεύς... ἀφικνεῑται», Αισχύλ.) 2. στρατιώτης που ανήκει στο σώμα τού ιππικού ασκημένος στην ιππασία … Dictionary of Greek
ιππέας — ο γεν. πληθ. έων 1. καβαλάρης. 2. στρατιώτης που υπηρετεί στο ιππικό. 3. στον πληθ., ιππείς κοινωνική τάξη στην αρχαία Ρώμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἱππέας — Ἱππέᾱς , Ἱππεύς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππέας — ἱππέᾱς , ἱππεύς one who fights from a chariot masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καβαλιέρος — ο (Μ καβαλιέρος) νεοελλ. συνοδός γυναίκας, ιδίως σε χορό, συγχορευτής μσν. ιππέας ακόλουθος, ιππότης, ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cavaliere «ιππέας, ιππότης» < λατ. caballarius «ιππέας». Η λ. με τη μσν. σημ. «ιππέας ακόλουθος» κατέληξε να… … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
ιππεύω — (ΑΜ ἱππεύω) [ιππεύς] ανεβαίνω σε άλογο, είμαι έφιππος, καβαλικεύω νεοελλ. 1. κάνω ιππασία, πηγαίνω καβάλα 2. κάθομαι κάπου ιππαστί, καβαλικευτά αρχ. 1. είμαι ιππέας, έφιππος («ἱππεύειν καὶ τοξεύειν καὶ ἀληθίζεσθαι», Ηρόδ.) 2. (για λαούς) έχω τη… … Dictionary of Greek
ιπποτοξότης — ἱπποτοξότης, ὁ (Α) ιππέας οπλισμένος με τόξο, έφιππος τοξότης («ἱππέας δὲ ἀπέφαινε διακόσιους και χιλίους ξὺν ἱπποτοξόταις», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τοξότης (< τόξον)] … Dictionary of Greek
καβαλάρης — ο (Μ καβαλάρης και καβελάρης και καβαλάριος) αυτός που κάθεται πάνω σε υποζύγιο, κυρίως σε άλογο, ο έφιππος, ο αναβάτης, ο ιππέας νεοελλ. 1. (στα έγχορδα όργανα) ξύλινο όρθιο πλακίδιο, πάνω στο οποίο τεντώνονται οι χορδές, κν. μαγάς 2. το… … Dictionary of Greek
καβαλλάριος — Επώνυμο δύο στρατηγών του Βυζαντίου. 1. Αλέξιος (13ος αι.). Στρατηγός, ναύαρχος και δομέστικος της τράπεζας του αυτοκράτορα Μιχαήλ H’ Παλαιολόγου (1259 82). Σκοτώθηκε πολεμώντας εναντίον του δεσπότη των Νέων Πατρών, Ιωάννη Αγγέλου Δούκα. 2.… … Dictionary of Greek
σπαχής — Ονομασία ατάκτων Τούρκων ιππέων. Στα χρόνια της ακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εμφανίζονταν σαν φεουδάρχες, ιδιοκτήτες στρατιωτικών κυρίως φέουδων, τα οποία τους παραχωρούνταν από το κράτος, μετά την κατάκτηση χριστιανικών χωρών. Οι σ.… … Dictionary of Greek