-
1 iyon
ιόν -
2 фиалка
-
3 амфион
το διπολικό ίον.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > амфион
-
4 ион
το ιόνсоставной - см. комплексныйРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ион
-
5 тритон
1. физ. το τριτόνιο, το ιόν του τριτίου 2. зоол. о τρίτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тритон
-
6 фиалка
бот. το ίονдушистая - το εύοσμον, разг. о μενεξές, η βιολέτα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фиалка
-
7 глазок
глаз||окм1. уменьш. τό ματάκι·2. (окошечко камеры) τό παραθυράκι, ὁ φεγγίτης·3. бот. ὁ ὁφθαλμός, τό μάτι, τό μπουμπούκι· ◊ анютины глазки ὁ πανσές, Ιον τό τρίχρουν одним \глазокком μέ μιά ματιά· делать глазки κάνω τά γλυκά μάτια· на \глазок μέ τό μάτι. -
8 Иван-да-Марья
Иван-да-Марьяж бот. ϊον τό τρίχ-Ρουν, ὁ πανσές. -
9 ион
ионм хим. τό ἰόν. -
10 корчить
ко́рч||итьнесов1. безл ἔχω σπασμούς, σφαδάζω:его \корчитьит от боли σφαδάζει ἀπ· ιόν πόνο· 2.·, \корчить рожи (гримасы) κά(μ)νω μορφασμούς, κά(μ)νω γκριμάτσες, μορφάζω·3. тк. несов (прикидываться кем-л.) разг παριστάνω, προσποιούμαι, καμώνομαι, κά(μ)νω:\корчить из себя (важничать) κάνω τόν καμπόσο, κάνω τόν σπουδαίο· \корчить из себя ученого παριστάνω τόν σοφὅ \корчить из себя недотрогу παριστάνω τόν μή μοῦ ἄπτου· \корчить дурака κάνω τόν βλάκα. -
11 плохой
плох||о́йприл κακός, ἀσχημος:\плохойая видимость ἡ κακή ὀρατότητα [-ης]· \плохойо́е здоровье ἡ κλονισμένη ὑγεία· \плохойо́е настроение ἡ κακοδιαθεσία, ἡ κακή διάθεση, ἡ κακοκεφιά· \плохойая пища ἡ κακή τροφή· \плохой почерк ὁ δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας· \плохой£я привычка ἡ ἀσχημη συνήθεια· \плохой человек κακός (или ἀνάποδος) ἄνθρωπος· он о́чень плох εἶναι σέ κακό χάλι, εἶναι πολύ ἄσχημα· его́ дела плохи οἱ δουλειές του πηγαίν-ιον ἄσχημα· ◊ с иим шутки плохи разг δέν χωρατεύει, δέν σηκώνει χωρατά, δέν ἀστειεύεται. -
12 фиалка
фиалкаж ὁ μενεξές, τό ἰον, ἡ βιο-λετταν -
13 ион
-а α. (φυσ.) ίον. -
14 фиалка
-и θ.το ίον, μενεξές, βιολέτα;το μανουσάκι, γιούλι. -
15 хвост
-а α.1. η ουρά•махать -ом κουνώ την ουρά•
конский хвост η αλογουρά.• коровий хвост η γελαδουρά•
собачий хвост η ουρά του σκύλου•
хвост ящерицы η ουρά της σαύρας•
хвост птиц η ουρά. των πουλιών•
распустить хвост (για πτηνά) ανοίγω την ουρά.
2. το πίσω μέρος γενικά•хвост самолта η ουρά του αεροπλάνου•
хвост комета η ουρά του κομήτη•
платье с -ом φόρεμα με ουρά (πολύ μακρύ, συρόμενο)•
хвост колонны η ουρά της φάλαγγας•
хвост редиски η ουρά του ρεπανιού.
3. η σειρά•хвост за билетами ουρά για εισιτήρια•
стоять в -е στέκομαι στη σειρά.
4. μτφ. υποχρέωση, οφειλή• εργασία μη περατωμένη• υπόλοιπο υποχρέωσης•ликвитация -ов εξάλειψη των οφειλών•
студенты сдают -ы οι φοιτητές δίνουν εξετάσεις που χρωστούν (που δεν πέρασαν στις προηγούμενες).
5. υπολείμματα, απορρίμματα, απομεινάδια ορυκτών.εκφρ.задрать — – σηκώνω (ψηλά) τη μύτη, το παίρνω επάνω μου• γίνομα.ι υπερόπτης•поджать (опустить, подвернуть) хвост – (απλ.) βάζω την ουρά στα σκέλη (συμμαζεύομαι, σωφρωνίζομαι, ταπεινώνομαι)•показать хвост – δείχνω τις πλάτες, φεύγω, το στρίβω•быть, идти – κ.τ.τ. в - είμαι ουραγός (τελευταίος)•схватить за хвост идею – πιάνω ξαφνικά την ιδέα (την κατάλληλη λύση)•быть (висеть) на -е – φτάνω κάπο ιον, προσεγγίζω•наступить на хвост коку – θίγω, προσβάλλω κάποιον (и) в хвост и в гриву (гнать, бить κλπ.) (απλ.) μ όλη τη δύναμη, μ όλα τα δυνατά, όσο μπορώ•насыпать соли на хвост кому – προξενώ δυσάρεστα σε κάποιον•не прищей кобыле – (απλ.) μη χώνεις τη μούρη σου ή την ουρά σου•псу под хвост – (απλ.) άδικα, μάταια, στα χαμένα. -
16 Violet
subs.P. ἴον, τό (Dem. 615).Crowned with violets, adj.: Ar. ἰοστέφανος.——————subs. and adj.Of colour: see Purple.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Violet
См. также в других словарях:
ἴον — violet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιον — (ΑΜ ιον) βλ. ιος, ια, ιον … Dictionary of Greek
ίον — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… … Dictionary of Greek
ιόν — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… … Dictionary of Greek
ιόν — το ιόντος, πληθ. ιόντα, κάθε ηλεκτρισμένο άτομο ή σύμπλεγμα ατόμων που κινείται προς τον αντίθετα ηλεκτρισμένο πόλο: Ιόντα υδρογόνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰόν — εἶμι ibo pres part act masc voc sg εἶμι ibo pres part act neut nom/voc/acc sg εἰμί sum pres part act masc voc sg (doric) εἰμί sum pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) ἰός 1 arrow masc acc sg ἰός 1 arrow neut nom/voc/acc sg ἰ̱όν , ἰός 2… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴον — Ἴος fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτάλ(λ)ιον — καρτάλ(λ)ιον, τὸ (Α) μικρό καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρταλ(λ)ος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ειδώλ ιον, κιόν ιον)] … Dictionary of Greek
κωράλ(λ)ιον — κωράλ(λ)ιον, τὸ (Α) βλ. κοράλλι … Dictionary of Greek
στρούθ(ε)ιον — τὸ, Α βλ. στρούθειος … Dictionary of Greek
Αντονέσκου, Ίον — (Ion Antonescu, 1882 – 1946). Ρουμάνος στρατηγός και πολιτικός.Υπήρξε μέλος του γενικού επιτελείου της χώρας του κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και στρατιωτικός ακόλουθος στο Παρίσι και το Λονδίνο. Το 1933 έγινε αρχηγός του γενικού επιτελείου… … Dictionary of Greek