Перевод: с английского на все языки
ινον
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ολοκότ(τ)ινον — ὁλοκότ(τ)ινον, τὸ (Α, Μ ὁλοκοτίνιον και ὁλοκοτίνιν). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ὁλοκότ(τ)ινος* με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
ιβύκινον — ἰβύκινον, τὸ (Α) μουσικό όργανο που πήρε την ονομασία του από τον ποιητή Ίβυκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ίβυκος + κατάλ. ινον (πρβλ. ρόδ ινον, φλόγ ινον)] … Dictionary of Greek
λάινον — λά̱ϊνον , λάινος of stone masc acc sg λά̱ϊνον , λάινος of stone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PARDI Maculae — Ierem. c. 13. v. 23. Graecis ποικίλματα, item σφραγῖδες, Chaldaeo scuta operis Phrygionici dicuntur: eô sensu, quô scutula vocamus segmenta in vestibus et maculas in equis; unde scutulatae vestes, et scutulati equi, apud Plin. l. 8. c. 48.… … Hofmann J. Lexicon universale
PENTHEUS — fil. Echionis ex Agave coniuge, filiâ Cami, qui cum Liberi patris sacra aspernaretur, irâ numinis, a matre et sorore in furorem versis, laceratus est. Α᾿πὸ τοῦ πένθεος, i.e. a luctu arcessit nomen. Unde Theocritus in Lenis, ubi historiam hanc… … Hofmann J. Lexicon universale
POMELLATI Equi — Pomelles, Gallis dicuntur, qui Latinis olim scutulati; a scutulis seu virgis, quibus distincti sunt. Isidor. Scutulatus vocatus, propter orbes, quos habet. Sic Strabo ῥαβδωτοὺς, virgatos facit hinnuleos, qui sparsam albô pellem habent; cuiusmodi… … Hofmann J. Lexicon universale
αδαμάντινος — η, ο (Α ἀδαμάντινος, ίνη, ινον) [ἀδάμας] νεοελλ. 1. ο κατασκευασμένος από αδάμαντα ή ο στολισμένος με διαμάντια, διαμαντένιος 2. ο σκληρός, στερεός ή διαυγής σαν διαμάντι 3. φρ. «αδαμάντινοι γάμοι», η εξηκοστή επέτειος τών γάμων ενός ζευγαριού… … Dictionary of Greek
αιμάτινος — η, ο (Α αἱμάτινος, ίνη, ινον) [αἷμα] αυτός που αποτελείται από αίμα, ο αιματώδης μσν. νεοελλ. αιματηρός, οδυνηρός («αιμάτινα δάκρυα») αρχ. (για το γυαλί) αιματόχρωμος, κόκκινος … Dictionary of Greek
ακραγαντίνος — η, ο (Α ἀκραγαντῑνος, ίνη, ῑνον) [Ἀκράγας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ακράγαντα, ή προέρχεται από εκεί 2. (ως ουσιαστικό) ο κάτοικος τού Ακράγαντα … Dictionary of Greek
αμπέλινος — η, ο (Α ἀμπέλινος, ίνη, ινον) 1. αυτός που ανήκει στο αμπέλι ή προέρχεται από αυτό 2. οινοπότης, μέθυσος «γραῡς ἀμπελίνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος. ΠΑΡ. νεοελλ. αμπελίνα] … Dictionary of Greek
κεράσινον — κεράσινον, τό (Α) τό χρώμα τού κερασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρασος + κατάλ. ινον, ουδ. τής ινος, συνήθης στα χρώματα (πρβλ. κίτρ ινος, πράσ ινος)] … Dictionary of Greek