Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ιεροσύνη

См. также в других словарях:

  • ιεροσύνη — Ένα από τα Μυστήρια της Εκκλησίας, ταυτόσημο με τη χειροτονία. Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, η ι. είναι θεοσύστατη τελετή, κατά τη διάρκεια της οποίας κατέρχεται η θεία χάρη με την επίθεση των χεριών του επισκόπου και ο χειροτονούμενος… …   Dictionary of Greek

  • ιεροσύνη — η 1. ένα από τα εφτά μυστήρια της ορθόδοξης Εκκλησίας, το μυστήριο της χειροτονίας: Το μυστήριο της ιεροσύνης τελείται από τον επίσκοπο. 2. το αξίωμα του ιερέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιερωσύνη — και ιεροσύνη, η (ΑΜ ἱερωσύνη, Μ και ἱεροσύνη, Α ιων. τ. ἱρωσύνη και αττ. επιγρ. τ. ἱερεωσύνη) 1. το αξίωμα τού ιερέα, ιερατεία 2. το σύνολο τών κληρικών, ιερατείο, κλήρος νεοελλ. εκκλ. το μυστήριο με το οποίο καθιερώνεται ένας λειτουργός τής… …   Dictionary of Greek

  • ՔԱՀԱՆԱՅՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0968 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 13c գ. ἰερατεία, ἰεροσύνη sacerdotium. Քահանայութիւն՝ պաշտօն եւ գործ քահանայի. երիցութիւն. եւ Քահանայապետութիւն. (եբր. քէհհօնա, քահէն ). *Եղիցի նոցա այն՝ ինձ ʼի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • настольникъ — НАСТОЛЬНИК|Ъ (9), А с. 1. Тот, кто занимает епископскую (митрополичью) кафедру: аште ли... пьрю имать. да идѹть. ли къ начальникѹ строѥни˫а. ли къ настольникѹ цр҃ствѹюштааго града и предъ тѣмь да препьрѧтьсѧ. (τὸν... ϑρόνον) ΚΕ XII, 33а; Бл҃жныи …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αντιμεταρρύθμιση — Αντί για τον όρο Α., με τον οποίο έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζεται η δράση που ανέπτυξε η Καθολική Εκκλησία στο δογματικό και πειθαρχικό πεδίο από τη σύνοδο του Τριδέντου (1545) και μετά για να ανακόψει την πρόοδο του προτεσταντισμού, μερικοί… …   Dictionary of Greek

  • μυστήριο — Θρησκευτικό δραματικό είδος που άνθησε κατά τον Μεσαίωνα και προέρχεται από το λειτουργικό δράμα, από το οποίο διαφέρει τόσο κατά τον τόπο όπου παιζόταν όχι πια το εσωτερικό της εκκλησίας, αλλά το προαύλιό της και αργότερα μια πλατεία ή δρόμος… …   Dictionary of Greek

  • παπαδικός — ή, ό [παπάς / παπάδες] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παπά 2. το θηλ. ως ουσ. η παπαδική το έργο, το επάγγελμα τού παπά, η ιεροσύνη 3. το ουδ. ως ουσ. το παπαδικό(ν) (ενν. μέλος) ένα από τα τρία είδη τών διαφόρων μελών τής εκκλησιαστικής… …   Dictionary of Greek

  • παπαδοκυνήγι — Καταδίωξη ή διωγμός ιερέων. Ο όρος καθιερώθηκε στην Κρήτη, στα χρόνια της ενετοκρατίας, εξαιτίας διατάγματος του αρμοστή Μαρίνου Γριμάνη, που απαγόρευε σε διάφορους οικισμούς να έχουν πολλούς ιερείς, σε μερικούς μάλιστα καταργήθηκαν τελείως οι… …   Dictionary of Greek

  • ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • συνιερώμαι — άομαι, Α [ἱερῶμαι] συμμετέχω στην ιεροσύνη, συνίερατεύω* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»