-
1 уровнять
-
2 беситься
бесить||ся1. (о животном) λυσσ(ι)άζω;2. перен μαίνομαι, λυσσ(ι)άζω. -
3 вести
вести 1) (сопровождать) οδηγώ, συνοδεύω 2) (руководить) καθοδηγώ, διευθύνω \вести собрание προεδρεύω στη συνέλευση 3) (направлять) οδηγώ \вести машину οδηγώ το αυτοκίνητο* \вести мяч φέρω την μπάλα 4) (осуществлять) δι ευθύνω \вести борьбу κάνω αγώ να, αγωνίζομαι' \вести переговоры διαπραγματεύομαι \вести разговор συνομιλώ, κουβεντι άζω 5) (куда-л.) φέρω, οδηγώ; куда ведёт эта дорога? πού βγαίνει (или οδηγεί) αυτός ο δρόμος; ◇ \вести себя φέρομαι, συμπεριφέρομαι* * *1) ( сопровождать) οδηγώ, συνοδεύω2) ( руководить) καθοδηγώ, διευθύνωвести́ собра́ние — προεδρεύω στη συνέλευση
3) ( направлять) οδηγώвести́ маши́ну — οδηγώ το αυτοκίνητο
вести́ мяч — φέρω την μπάλα
4) ( осуществлять) διευθύνωвести́ борьбу́ — κάνω αγώνα, αγωνίζομαι
вести́ перегово́ры — διαπραγματεύομαι
вести́ разгово́р — συνομιλώ, κουβεντιάζω
5) (куда-л.) φέρω, οδηγώкуда́ ведёт э́та доро́га? — πού βγαίνει ( или οδηγεί) αυτός ο δρόμος
••вести́ себя́ — φέρομαι, συμπεριφέρομαι
-
4 поглядывать
поглядыватьнесов1. (на кого-л., на что-л.) κυτ-άζω (ько· καιρό σέ καιρό), ρίχνω μιά μαχώ; „. украдкой κρυφοκυτ-ταζω·2. (за кец.л„ за чем-л.) ἐπιβλέπω, ἐπιτηρῶ, προσέχω. -
5 расправлять
расправлятьнесов1. (выпрямлять) ἰσ(ι)άζω, τακτοποιώ, τεντώνω:\расправлять морщины σβήνω τίς ρυτίδες· \расправлять складки (на платье) τεντώνω (или ἰσιάζω) τίς σοῦρες·2. (вытягивать, выпрямлять) τεντώνω:\расправлять крылья а) ἀνοίγω τα φτερά, б) перен ἀνοίγω φτερἄ \расправлять спину а) τεντώνω τήν πλάτη, б) перен σηκώνω τό κεφάλι, ἀνορθώνομαι. -
6 распрямить
распрямитьсов, распрямлять несов ἰσ(ι)άζω, ἰσιώνω, ἀνορθώνω, τεντώνω:\распрямить железный прут ἰσιώνω τήν σιδερένια βέργα· \распрямить спину τεντώνω τό κορμί (μου). -
7 отуманить
-
8 ошелудиветь
-ею, -еешьρ.σ. (απλ.) σπυ-ρι,άζω ψωριάζω. -
9 поднизать
ρ.σ.μ. αρμαθι.άζω ακόμα λίγο, επιπρόσθετα. -
10 прошить
ρ.σ.1. ράβω•прошить подошву ράβω σόλα.
|| γαζώνω• συρράπτω, συρράβω• κορδελιάζω, ρέλι άζω, φελιάζω.2. (για μέταλλα) τρυπανίζω, τρυπώ.3. μτφ. κατατρυπώ με σφαίρες, γαζώνω.4. ράβω (για ένα χρον. διάστημα)•прошить всю ночь ράβω όλη τη νύχτα.
См. также в других словарях:
ἅζω — ἄζω , ἄζος dry masc/neut nom/voc/acc dual ἄζω , ἄζος dry masc/neut gen sg (doric aeolic) ἄζω , ἄζω dry up pres subj act 1st sg ἄζω , ἄζω dry up pres ind act 1st sg ἄζω , ἀζος a servant masc nom/voc/acc dual ἄζω , ἀζος a servant masc gen sg (doric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άζω — (I) ἄζω (Α) αποξηραίνω, μαραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *azd «ξηραίνω, φρύγω, στεγνώνω, από όπου *azd yo < ἄζω, με φωνητική εξέλιξη τού συμπλέγματος dy σε ζ. ΠΑΡ. αρχ. ἀζαίνω, ἀζαλέος, ἀζάνω, ἄζα*]. (II) ἄζω (Α) 1. φωνάζω α, στενάζω, θρηνώ 2.… … Dictionary of Greek
ἄζω — ἄζος dry masc/neut nom/voc/acc dual ἄζος dry masc/neut gen sg (doric aeolic) ἄζω dry up pres subj act 1st sg ἄζω dry up pres ind act 1st sg ἀζος a servant masc nom/voc/acc dual ἀζος a servant masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αζω- — Χημ. πρόθεμα ενώσεων που δηλώνει την ύπαρξη της αζωομάδας: Ν=Ν … Dictionary of Greek
αζω-ενώσεις — οι Χημ. οργανικές ενώσεις, στις οποίες η αζωομάδα ( Ν=Ν ) αποτελεί μέρος της μοριακής τους δομής … Dictionary of Greek
ολιβ(ρ)άζω — ὀλιβ(ρ)άζω (Α) [ολιβρός] (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀλισθαίνω» … Dictionary of Greek
ξιπ(π)άζω — (εσφ. γρφ.) βλ. ξυπάζω … Dictionary of Greek
ἄζει — ἄζω dry up pres ind mp 2nd sg ἄζω dry up pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄζουσιν — ἄζω dry up pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἄζω dry up pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζομένη — ἄζω dry up pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζομένου — ἄζω dry up pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)