-
1 возмущение
-
2 гнев
-
3 злость
-
4 железа
анат. ο αδέν/ας вилочковая - (тимус) о θύμος, θυμοειδής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > железа
-
5 тимус
анат. (железа вилочковая) о θύμος, ο θυμοειδής αδένας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тимус
-
6 тимьян
бот. (чабрец, тимиан) о θύμοςη θυμαριά, разг. το θυμάριРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тимьян
-
7 бессознательный
бессознательный ασυνείδη τος, ασυναίσθητος быть в \бессознательныйом состоянии είμαι λιπό θυμος* * *ασυνείδητος, ασυναίσθητοςбыть в бессозна́тельном состоя́нии — είμαι λιπόθυμος
-
8 гнев
гневм ἡ ὀργή, ὁ θυμός:вспышка \гнева ἡ ἔκρηξη ὁργής· излить свой \гнев на кого-л. ξεσπάω τό θυμό μου σέ κάποιον ◊ сменить \гнев на милость παύω νά θυμώνω, μαλακώνω. -
9 давать
дава||тьнесов1. δίνω, δίδω/ χορηγώ (предоставлять):\давать есть δίνω νά φάει· \давать пить ποτίζω, δίνω νά πιεί· \давать лекарство δίνω τό φάρμακο· \давать расписку ὑπογράφω ἀπόδειξη· \давать взаймы δίνω δανεικά· \давать напрокат δίνω μ' ἐνοίκιο, νοικιάζω σέ κάποιον \давать слово а) δίνω τό λόγο (σέ συνέλευση) (на собрании), б) δίνω τό λόγο μου (обещать)· \давать отсрочку δίνω ἀναβολή·2. (позволять) ἀφήνω, ἐπιτρέπω:\даватьйте я вам помогу́ ἐπιτρέψατε μου νά σας βοηθήσω· не \давать говорить δέν ἀφήνω νά μιλήσει· ◊ \давать дорогу ἀφήνω νά περάσει, παραμερίζω γιά νά περάσει κάποιος· \давать телеграмму στέλνω τηλεγράφημα· \давать залп ρίχνω ὀμο-βροντία· \давать клятву ὁρκίζομαι, δίνω ὀρκο· \давать обещание δίνω ὑπόσχεση·\давать повод δίνω ἀφορμή· \давать понять δίνω νά ἐννοήσει, δίνω νά καταλάβει· \давать начало чему́-л. ἀρχίζω κάτι, κάνω τήν ἀρχή· \давать бой δίνω μάχη· \давать отпор кому́-л. ἀποκρούω, ἀντιμετωπίζω κάποιον \давать ход делу а) βάζω μπρος (или ἀναπτύσσω) μιά δουλειά, б) юр. ἐγείρω, ἀνακινῶ μιά ὑπόθεση· \давать доход δίνω κέρδος, ἀποδίδω ὀφελος· \давать урожай φέρνω ἐσοδεία· \давать показания κάνω κατάθεση, καταθέτω· \давать звонок χτυπώ τό κουδούνι· \давать знак κά(μ)νω σινιάλο· \давать знать είδοποιῶ, γνωστοποιώ· \давать плоды прям., перен καρποφορώ, δίνω καρπό· \давать отчет δίνω λογαριασμό· \давать течь а) ἀρχίζω νά στάζω (о крыше), б) κάνω νερά (о судне)· \давать трещину ραγίζω· \давать себе труд κάνω τόν κόπο· \давать во́лю своему́ гневу ἀφήνω νά ξεσπάσει ὁ θυμός μου· сколько лет вы ему дадите? πόσων χρονῶν λέτε πώς εἶναι;· я бы многое дал, чтобы... καί τί δέν θἄδινα γιά νά...· я тебе дам! (угроза) θά σέ κανονίσω!, θά σοῦ δείξω!· \даватьй (\даватьйте) играть ἄντε (или ἔλα, ἐλάτε) νά παίξουμε· а он \даватьй кричать! κι αὐτός ἐβαλε τίς φωνές!· а он \даватьй бежать! τότε αὐτός τό Εβαλε στά πόδια! даваться несов1. (удаваться) κατορθώνω, ἐπιτυγχάνω, καταφέρνω:ему́ все легко́ дается αὐτός ὅλα τά καταφέρνει εὐκολα· физика ему́ не дается αὐτός δυσκολεύεται στή φυσική·2. (дать поймать себя) πιάνομαι:не \давать в обман δέν ἀφήνω νά μέ γελάσουν. -
10 желчь
желчьж1. анат. ἡ χολή·2. перен-ό θυμός, τό φαρμάκι, τό χόλιασμα:излить \желчь χύνω τό φαρμάκι μου. -
11 злость
злостьж ἡ κακία, ἡ κακοβουλία, ἡ κακεντρέχεια, ἡ μοχθηρία / ὁ θυμός, ἡ παράφορα, ἡ λύσσα (ярость):его́ \злость берет λυσσάει· говорить со \злостью ὁμιλώ μέ κακία. -
12 мутить
мут||и́тьнесов1. θολώνω·2. перен (делать неясным) θολώνω, σκοτίζω:гнев \мутитьит рассудок ὁ θυμός σκοτίζει τό λογικό·3. (подстрекать) разг ἀναστατώνω, ταράζω τά πνεύματα, διεγείρω·4. безл (тошнить):меня \мутитьит αίσθάνομαι ἀναγοῦλες, ἔχω τάσιν πρός ἐμετόν. -
13 негодоваНние
негодова́Нниес ἡ ἀγανάκτηση [-ις] / ἡ ὀργή, ὁ θυμός (гнев):кипеть \негодоваНниением πνέω τά μένεα· прийти в \негодоваНние ἀγανακτῶ· привести в \негодоваНние ἐξοργίζω· с -нием μέ ἀγανάκτηση. -
14 раздражение
раздраж||ениес1. (состояние) ὁ ἐρεθισμός/ ὁ θυμός, ἡ φούρκα (гнев, досада)/ ὁ ἐκνευρισμός, ἡ διέγερση [-ις] (возбуждение):говорить с \раздражениеением μιλώ ἐκνευρισμένα· в \раздражениеении ἐκνευρισμένος·2. физиол. (действие) ὁ ἐρεθισμός, τό ἐρέθισμα:вылыва́ть \раздражение кожи προξενώ ἐρεθισμό τοῦ δέρματος. -
15 тимьян
тимьянм ὁ θύμος, ἡ θυμαριά, τό θυμάρι. -
16 тосковать
тоск||оватьнесов1. μελαγχολώ, εἶμαι θλιμμένος, εἶμαι βαρύ-θυμος (грустить)/ ἀνιῶ, πλήττω (скучать)·2. (по кому-л., чему-л.) νοσταλγώ, ἀποθυμώ:\тосковатьовать по друзьям ἀποθυμώ τούς φίλους μου· \тосковатьовать по ро́дние νοσταλγώ τήν πατρίδα -
17 негодование
[νιγκανταβάνιιε] ουσ. ο. αγανάκτηση, θυμός -
18 раздражение
[ραζντραζένιιε] ουσ. ο. ερεθισμός, θυμός -
19 негодование
[νιγκανταβάνιιε] ουσ ο αγανάκτηση, θυμός -
20 раздражение
[ραζντραζένιιε] ουσ ο ερεθισμός, θυμός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
θύμος — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
θυμός — ο οργή, ψυχική ταραχή που εκδηλώνεται με ξεσπάσματα βίαια: Τον έπιασε ο θυμός. – Τον τύφλωσε ο θυμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυμός — θῡμός , θυμός soul masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμος — θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc sg θύμος Cretan thyme masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πᾶσιν δὲ παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός. — πᾶσιν δὲ παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός. См. Душа в пятки ушла … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
θύμοι — θύμος Cretan thyme masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГНЕВ — [греч. ορϒὴ, θυμός, лат. furor], 1. Г. Божий; 2. Страстная раздражительность, один из основных человеческих пороков. В НЗ и у св. отцов чаще встречается слово ορϒὴ (напр., сущ.: Мк 3. 5; Иак 1. 19; Кол 3. 8; 1 Тим 2. 8; Еф 4. 31; прил. ὀρϒίλον:… … Православная энциклопедия
Concupiscence — La concupiscence est un terme qui désigne, dans la théologie chrétienne, le penchant à jouir des biens terrestres soit, de manière plus générale, le désir des plaisirs sensuels, assimilant la concupiscence au « foyer du péché »… … Wikipédia en Français
Péché sexuel — Concupiscence La concupiscence est un terme qui désigne, dans la théologie chrétienne, le penchant à jouir des biens terrestres soit, de manière plus générale, le désir des plaisirs sensuels, assimilant la concupiscence au « foyer du… … Wikipédia en Français
οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… … Dictionary of Greek