-
1 петля
петл||яж1. ἡ θηλειά (тж. в вязании):завязать \петляей что́-л. δένω κάτι μέ θηλειά·2. (для застегивания) ἡ κουμπότρυπα, ἡ κομβιοδόχη·3. (дверная) τό μάσκουλο, ὁ ρεζές, ὁ στρόφιγξ· ◊ мертвая \петля ἀβ. τό λοῦπιγκ· лезть в \петляю разг βάζω τό κεφάλι μου στόν ντουρβα, -
2 noose
[nu:s]1) (a loop in rope, wire etc that becomes tighter when pulled.) θηλειά2) (such a loop in a rope used for hanging a person.) θηλειά,βρόχος -
3 захлестнуть
захлестнутьсов, захлестывать несов1. (затягивать веревку, петлю) σφίγγω, πιάνω, πνίγω (μέ θηλειά)·2. (волной) κατακλύζω, πλημμυρίζω·3. перен πλημμυρίζω, καταλαμβάνω. -
4 самка
самкаж ἡ θηλύκια, ἡ θήλυς, ἡ θήλεια. -
5 mesh
[meʃ] 1. noun1) ((one of) the openings between the threads of a net: a net of (a) very fine (= small) mesh.) θηλειά σε δίχτυ2) ((often in plural) a network: A fly was struggling in the meshes of the spider's web.) πλέγμα,δίχτυ2. verb((of teeth on eg gear wheels) to become engaged with each other: The teeth on these two cogwheels mesh when they go round.) μπλέκομαι -
6 purl
[pə:l](a kind of knitting stitch.) ανάποδη θηλειά -
7 аркан
-а α.βρόχι, θηλειά, συρτοθηλειά. -
8 вешалка
-и θ.1. κρεμάστρα, -τάρι, -τήρι. || γκαρνταρόμπα, βεστιάριο.2. η θηλειά εξάρτησης ενδύματος, κρεμάστρα. -
9 закинуть
ρ.σ.μ.1. ρίχνω, πετώ•закинуть невод ρίχνω το δίχτυ•
закинуть мячик на крышу πετώ το τόπι στη στέγη.
2. μτφ. φέρω σε δυσχερή θέρη•судьда -ла меня сюда η τύχη μ’ έρριξε εδώ•
-петлю ρίχνω θηλειά•
закинуть ногу на ногу ρίχνω το πόδι απανωτό•
высоко закинуть голову σηκώνω ψηλά το κεφάλι, τινάζω το κεφάλι επάνω•
закинуть голову назад γέρνω απότομα το κεφάλι πίσω•
бурей -ло корабль к неизвестным берегам η τρικυμία έρριξε το καράβι σε άγνωστες ακτές. закинуть дело παραμελώ υπόθεση.
εκφρ.закинуть словечко – α) πετώ μια λεξούλα (κάυω υπαινιγμό)• β) λέγω ένα καλό λόγο (συνηγορώ)•закинуть удочку – ψαρεύω, προσπαθώ να μάθω.1. ρίχνομαι, πετάγομαι, σκαλώνω, αγκιστρώνομαι.2. γέρνω πίσω.3. τρέχοντας πετάγομαι στην άκρη (για άλογο). -
10 пава
-ы θ.η παγώνα, θήλεια ταώς. || μτφ. γυναίκα με καμαρωτό βάδισμα. || ως επίρ. -ой καμαρωτά, περήφανα• μεγαλόπρεπου.εκφρ.ни-ни ворона – αμέθεκτος, αμέτοχος, ουδέτερος, ούτ απ εδώ, ούτ απ εκεί. -
11 темляк
-а α.θηλειά κράτησης (στη λαβή του σπαθιού). -
12 удавка
-и θ. (διαλκ.) θηλειά σύσφιξης. -
13 Female
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Female
-
14 Mare
subs.P. and V. ἵππος, ἡ, P. θήλεια ἵππος, ἡ (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mare
-
15 Sex
subs.P. γένος, τό, Ar. φῦλον, τό (Xen.).The male sex: P. and V. οἱ ἄρσενες, τὸ ἄρσεν.The female sex: P. and V. τὸ θῆλυ, P. θήλεια φύσις, ἡ, V. θῆλυς σπορά, ἡ, τὸ θῆλυ γένος.Of the male sex, adj.: P. and V. ἄρσην.Of the female sex: P. and V. θῆλυς, V. θηλύσπορος.Great is your glory if you do not fall below the standart of your sex: P. τῆς... ὑπαρχούσης φύσεως μὴ χείροσι γενέσθαι ὑμῖν μεγάλη ἡ δόξα (Thuc. 2, 45).Sparing neither age nor sex: see Thuc. 7, 29.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sex
-
16 Womankind
subs.P. and V. τὸ θῆλυ, γυναῖκες, αἱ, V. τὸ θῆλυ γένος, θῆλυς σπορά, ἡ, P. θήλεια φύσις, ἡ, Ar. τὸ γυναικεῖον φῦλον (Thesm. 786).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Womankind
См. также в других словарях:
θηλεία — θηλείᾱ , θῆλυς female fem nom/voc/acc dual θηλείᾱ , θῆλυς female fem acc dual (ionic) θηλείᾱ , θῆλυς female fem nom dual (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλείᾳ — θηλείᾱͅ , θῆλυς female fem dat sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλειά — και θελ(ε)ιά και φηλ(ε)ιά, η 1. βρόχος («μού βαλε θηλειά στο λαιμό») 2. είδος παγίδας πουλιών ή μικρών θηραμάτων, συρτοθηλειά 3. το διάκενο στο δίχτυ, το μάτι 4. είδος κουμπότρυπας που σχηματίζεται με πλέγμα απ όπου περνά το κουμπί. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
θήλεια — θῆλυς female fem nom/voc sg θῆλυς female fem nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλείας — θηλείᾱς , θῆλυς female fem acc pl θηλείᾱς , θῆλυς female fem gen sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλειάων — θηλειά̱ων , θῆλυς female fem gen pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλείαι — θηλείᾱͅ , θῆλυς female fem dat sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαγχονίζω — (AM ἀπαγχονίζω) θανατώνω κάποιον με αγχόνη, κρεμώ κάποιον από τον λαιμό με θηλειά αρχ. απαλλάσσω από την αγχόνη κάποιον, του λύνω τη θηλειά … Dictionary of Greek
θηλειάζω — και θηλιάζω και θελιάζω [θηλειά] 1. κάνω θηλειά, φτιάχνω βρόχο 2. κουμπώνω, θηλυκώνω 3. (εσφ. γρφ τού θυλλιάζω) φυλλιάζω*, μπολιάζω, κεντρώνω … Dictionary of Greek
ιπποθήλεια — ἱπποθήλεια, ἡ (Α) η θήλεια ίππος, η φοράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + θήλεια] … Dictionary of Greek
φελιάζω — και φηλιάζω Ν 1. ράβω τεμάχιο υφάσματος σε ένδυμα 2. (σχετικά με φυτά) μπολιάζω, εγκεντρίζω 3. (γενικά) συναρμόζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. προέρχεται από τη λ. θηλιάζω «κάνω θηλειά, κουμπώνω, θηλυκώνω», με τροπή τού θσε φ (πρβλ. θηκάρι:… … Dictionary of Greek