-
1 жатва
жатва ж 1) ο θέρος, ο θε ρισμός 2) (время жатвы) о θέρος 3) (урожай ) η συγκο μιδή* * *ж1) ο θέρος, ο θερισμός2) ( время жатвы) ο θέρος3) ( урожай) η συγκομιδή -
2 лето
-
3 покос
1. (косьба) ο θέρος, ο θερισμός 2. (место косьбы) το μέρος/η έκταση για θερισμό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > покос
-
4 время
врем||яс1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός:с течением \времяени μέ τόν καιρό, σύν τῶ χρόνω· в любое \время ὁποτεδήποτε, ὁποιαδήποτε ῶρα (или στιγμή)· некоторое \время тому́ назад πρίν ἀπό λίγο, πρίν λίγο καιρό· У меня нет \времяени зайти́ к вам δέν εὐ-καιρῶ νά σᾶς ἐπισκεφθώ·2. (час, срок) ἡ ῶρα:сколько (сеи́час) \времяени? τί ῶρα εἶναι·,· отложить на неопределенное \время ἀναβάλλω ἐπ· ἀόριστον в короткое \время σέ σύντομο διάστημα, σέ σύντομο χρονικό διάστημα·3. (пора, период) ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή, ὁ καιρός:рабочее \время ἡ ὠρα τῆς δουλειάς· \время посева ἡ ἐποχή τῆς σπορᾶς· в иочно́е \время τίς νυχτερινές ὠρες· в летнее \время τό καλοκαίρι, τό θέρος· \время года ἡ ἐποχή τοῦ Ετους·4. (эпоха) ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ἐποχή:во все \времяена σ· ὀλους τους καιρούς, σ' ὀλες τίς ἐποχές, σ'όλα τά χρόνια· в прежнее \время ἄλλοτε, παλιότερα· не отставать от \времяени δέν μένω πίσω ἀπό τήν ἐποχή·5. грам. ὁ χρόνος:настоящее \время ὁ ἐνεστώς· бу́ду-щее \время ὁ μέλλων прошедшее \время ὁ παρελθών (χρόνος)· ◊ \время не ждет ὁ καιρός ἐπείγει (или βιάζει)· в то \время как... τόν καιρό πού..., τή στιγμή πού..., καθ· δν χρόνον...· от \времяени до \времяени ἀπό καιρό σέ καιρό, κατά καιρούς· тем \времяенем ἐν τῶ μεταξύ, ὡς τόσο· в течение этого \времяени σ· αὐτό τό διάστημα· в последнее \времяτόν τελευταίο καιρό· со \времяенем μέ τόν καιρόν, σύν τῶ χρόνω· \время покажет ὁ καιρός θά (τό) δείξει· как ты провела \время? πῶς πέρασες;, τί ἔκανες;· приятно провести́ \время περνώ (τόν καιρό μου) εὐχάριστα· продлить \время спорт. παρατείνω τήν ὠρα, δίνω παράταση· показать рекордное \время спорт. ἐπιτυγχάνω χρόνο ρεκόρ. -
5 жатва
жатв||аж τό θέρισμα, ὁ θερισμδς, ἡ συγκομιδή:время \жатваы ὁ θέρος. -
6 жнивье
жнивьес1. (поле) ἡ καλαμιά, τό θερισμένο χωράφι·2. (время жатвы) ὁ θέρος. -
7 лето
летос τό καλοκαίρι, τό θέρος· ◊ бабье \лето τό μικρό καλοκαιράκι. -
8 летом
лето||мна-реч. τό καλοκαίρι, τό θέρος. -
9 страда
страдаж1. (время жатвы) ὁ θέρος, οἱ φούριες τοῦ θερισμοῦ·2. перен ἡ ἐποχή φούριας (στή δουλειά). -
10 страдное
страдн||оевремя ὁ θέρος, οἱ φούριες τοῦ θερισ-μοῦ. -
11 горячий
επ., βρ: -ряч, -а, -о.1. θερμός, ζεστός. || καυτός, καυτερός, ζεματιστός. || μτφ. διακαής, ένθερμος, διάπυρος•-ее желание διακαής πόθος.
2. μτφ. θερμός•горячий привет θερμός χαιρετισμός•
горячий защитник θερμός υποστηριχτής.
|| ζωηρός•горячий спор ζωηρή συζήτηση.
|| μεγάλος•горячий поклонник μεγάλος θαυμαστής, λάτρης.
|| οξύθυμος, θυμικός•-ая голова θερμόαιμος, θερμοκέφαλος.
|| σφοδρός•-ая любовь σφοδρός έρωτας.
3. ευέξαπτος, ευερέθιστος, ευδιέγερτος, αράθυμος, τσινιάρης. || ορμητικός, ακράτητος, ατίθασος (για άλογα).4. εντατικός (γιά καιρό, εποχή)•-ая пора καιρός εντατικής δουλείας (θέρος-τρύγος• πόλεμος)•
-ие дни μέρες φούριας.
5. καυτός•-ая обработка металла καυτό δούλεμα μετάλλου.
6. ουσ. ουδ. -ее το ζεστό φαγητό.εκφρ.- ая кровь у кого – ο θερμόαιμος•- ие напитки – παλ. οινοπνευματώδη ποτά•по -им следам – α) στα νωπά ίχνη. β) αμέσως μετά (από ένα γεγονός)•под -ую руку (попасть) – πέφτω επάνω σε εξοργισμένο. -
12 жатва
-ы θ.1. θέρος, θέρισμα, θερισμός. || η εποχή του θερισμού.2. παλ. ώριμοι δημητριακοί καρποί.3. συγκομιδή, σοδειά. -
13 жниво
-а ουδ. (διαλκ.)1. βλ. жнивье (1, 2, 3 σημ.).2. θέρος, θερισμός, θέρισμα• εποχή θερισμού. -
14 жнивьё
-α, πλθ. жнивья-ъев ουδ.1. χωράφι, ανόργωτο (μετά το θέρισμα).2. καλαμιές (που μένουν μετά το θέρισμα).3. (διαλκ.) θέρος (εποχή). -
15 лето
-а ουδ.καλοκαίρι, θέρος.εκφρ.сколько лет, сколько зим (не видались) – χρόνιο: και ζαμάνια (έχουμε να ιδωθούμε). -
16 летом
επίρ.το καλοκαίρι, το θέρος. -
17 обжин
-а α. (διαλκ.) θέρισμα, θέρος. -
18 покос
-а α.1. βλ. косьба. || ο θέρος, εποχή θερισμού• κόσισμα.2. μέρος, έκταση για κόσισμα. -
19 разгар
-а α.αποκορύφωμα, φούρια, ζενί θ. το φόρτε•жатва в -е ο θέρος είναι στη φούρια•
в самом -е ή в самый разгар στο αποκορύφωμα, στο ζενίθ.
|| φθορά από την καύση (εσωτερικού κάνης όπλου, σωλήνα). -
20 страда
-ы, πλθ. страды θ. εντατική θερινή εργασία, θέρος-τρύγος-πόλεμος, η φούρια της καλοκαιρινής δουλειάς. || μτφ. φούρια δουλειάς, σκοτωμός, πελεκημός.
См. также в других словарях:
θέρος — θέρος, ο και θερός, ο θερισμός: Παίρνει τη γυναίκα του στο θέρο. το ους, καλοκαίρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θέρος — summer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρος — (I) ο 1. ο θερισμός 2. η εποχή τού θερισμού 3. παροιμ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» λέγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, το με μεταβολή γένους]. (II) το (ΑΜ θέρος) μια από τις τέσσερεις εποχές τού χρόνου, η πιο ζεστή από… … Dictionary of Greek
Θέρος, Άγις — (Σπάρτη 1875 – Αθήνα 1961). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και λαογράφου Σπύρου Θεοδωρόπουλου. Το 1940, σε προχωρημένη ηλικία, δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Τ’ ανθρώπινα (βραβείο υπουργείου Παιδείας) και ακολούθησαν διάφορα ποιητικά … Dictionary of Greek
Ἀλλότριον ἀμᾶς θέρος. — См. Жнет где не сеял … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀλλότριον ἀμῶν θέρος. — См. Жнет где не сеял … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
θέρει — θέρος summer neut nom/voc/acc dual (attic epic) θέρεϊ , θέρος summer neut dat sg (epic ionic) θέρος summer neut dat sg θέρω heat pres ind mp 2nd sg θέρω heat pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρη — θέρος summer neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θέρος summer neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θέρω heat aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερέων — θέρος summer neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερῶν — θέρος summer neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρεος — θέρος summer neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)