-
1 смерть
смерт||ьж ὁ θάνατος:естественная (насильственная) \смерть ὁ φυσικός (ό βίαιος) θάνατος· гражданская \смерть ὁ πολιτικός θάνατος· умереть \смертьью героя πεθαίνω σάν ήρωας· спаса́ть от \смертьи σώζω ἀπό τόν θάνατο· ◊ лагерь \смертьи τό στρατόπεδο τοῦ θανάτου· быть при́ \смертьи πνέω τά λοίσθια, ψυχορραγώ· быть между жизнью и \смертью εἶμαι μεταξύ ζωής κα£ θανάτου· сражаться не на жизнь, а на \смерть μάχομαι μέχρι θανάτου· на слу́чай \смертьи σέ περίπτωση θανάτου· до \смертьи надоело βαρέθηκα φοβερά. -
2 смерть
смерть ж о θάνατος; спасти от \смертьи σώζω από το θάνατο* * *жο θάνατοςспасти́ от смерти — σώζω από το θάνατο
-
3 верный
верн||ыйприл1. (преданный) πιστός, Εμπιστος, ἀφοσιωμένος:\верный своему́ слову πιστός στό λόγο μου·2. (надежный) ἀσφαλής, σίγουρος:\верныйое средство τό ἀσφαλές (или σίγουρο) μέσο, τό ἀποτελεσματικό μέσο· \верный источник ἡ ἀσφαλής πηγή·3. (правильный) σωστός, ὀρθός/ ἀκριβής (точный):\верныйая мысль ἡ σωστή σκέψη· \верныйое время ἡ ἀκριβής ῶρα· \верныйое изображение ἡ ἀκριβής ἀπεικόνιση·4. (меткий, точный) ἀλάθευτος, σίγουρος, σταθερός, εὐσταθής:\верный глаз τό ἀλάθευτο μάτι· \верныйая рука τό σίγουρο χέρι·5. (неизбежный, несомненный) σίγουρος, βέβαιος, ἀναμφίβολος:\верный выигрыш τό σίγουρο κέρδος· \верныйая смерть ὁ βέβαιος θάνατος, ὁ σίγουρος θάνατος. -
4 кончина
кончинаж ὁ θάνατος, ἡ τελευτή:безвременная \кончина ὁ πρόωρος θάνατος. -
5 гибель
-и θ.καταστροφή, θάνατος, χαμός, όλεθρος• απώλεια•гибель помпеи η καταστροφή της Πομπηίας•
гибель самолета συντριβή του αεροπλάνου•
гибель корабля συντριβή (βύθιση) πλοίου, το ναυάγιο•
гибель надежи απώλεια των ελπίδων•
идти на верную гибель βαδίζω προς σίγουρο θάνατο, πηγαίνω πατά χαμό•
найти свою гибель βρίσκω το θάνατο μου•
трагическая гибель τραγικός θάνατος•
обречь на гибель καταδικάζω στην καταστροφή (στο χαμό).
(απλ.) πλήθος•народу гибель будет θα είναι πλήθος λαού (ανθρωποθάλασσα)•
гибель комаров στίφος κουνουπιών•
гибель денег χρήμα (παράς) μέ ουρά.
εκφρ.быть ή находиться на краю гибели – είμαι, βρίσκομαι στο χείλος της αβύσσου (της καταστροφής), στην άκρη στο γκρεμό. -
6 кончина
-ы θ.τελευτή, θάνατος•безвременная кончина πρόωρος θάνατος.
-
7 смерть
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. физиологическая ή естественная смерть φυσιολογικός θάνατος•осудить на смерть καταδικάζω σε θάνατο•
ранняя смерть πρόωρος θάνατος.
|| μτφ. καταστροφή, χαμός.2. ως κατηγ. είναι άσχημο, κακό ή δυστυχία.3. ως επίρ. πάρα πολύ, σφόδρα•как хочется пить πεθαίνω (σκάζω) από τη δίψα.
εκφρ.до -и – μέχρι θανάτου, μέχρι χαμό•пасть -ью храбрых – πεθαίνω (πέφτω) ηρωικά•смотреть (глядеть) -и в глаза – βλέπω το χάρο με τα μάτια μου•как смерть бледный – ωχρός (χλωμός) σα νεκρός•как смерть побледнеть – χλω-μιάζω σα νεκρός•просто смерть – κ. смерть да и только (απλ.) βλ. 2 σημ. за -ью посылать кого πηγαίνει σαν αργοκίνητο καράβι (αργητός στην εκτέλεση εντολής). -
8 гибель
η καταστροφ/ή, η απώλεια, (смерть) ο θάνατοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гибель
-
9 смерть
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > смерть
-
10 безвременный
безвременн||ыйприл πρόωρος, ἀκαιρος:\безвременныйая смерть ὁ πρόωρος θάνατος. -
11 бесславный
бесславн||ыйприл ἀδοξος, ἐπαίσχυντος:\бесславныйая смерть ὁ ἀδοξος θάνατος. -
12 внезапный
внезапн||ыйприл ξαφνικός, ἀναπάντεχος, αἰφνίδιος:\внезапныйая смерть ὁ αίφνίδιος (или ξαφνικός) θάνατος· \внезапныйое нападение ἡ αίφνι-διαστική ἐπίθεση. -
13 гибель
гибельж1. ὁ ὅλεθρος, ἡ καταστροφή, ὁ χαμός, ἡ ἀπώλεια/ τό ναυάγιο (корабля)/ ἡ κατάρρευση [-ις] (государства)/ ὁ θάνατος (смерть):идти на верную \гибель πηγαίνω σέ σίγουρο χαμό·2. (множество) разг χό πλήθος, ἡ μάζα. -
14 голодный
голод||ныйприл1. νηστικός, πεινασμένος:быть \голодныйным εἶμαι νηστικός, εἶμαι πεινασμένος·2. (неурожайный, скудный) ἀφορος, ἄγονος:\голодный край ἡ ἄγονη περιοχή· \голодный годто ἀφορο ἐτος· \голодный паек τό σιτηρέσιο πείνας·3. (вызванный голодом):\голодныйная смерть ὁ θάνατος ἀπ' τήν πείνα, ἡ λιμοκτονία. -
15 момеитальный
момеита́льн||ыйприл στιγμιαίος, ἀκαριαίος:\момеитальный сиймок τό στιγμιότυπο[ν]· \момеитальныйая смерть ὁ ἀκαριαίος θάνατος. -
16 насильственный
насильственныйприл βίαιος, βεβιασμένος:\насильственный переворот τό βίαιο πραξικόπημα, ἡ βίαια ἀνατροπή· \насильственныйая смерть ὁ βίαιος θάνατος. -
17 равносильный
равносильныйприл1. ἰσοδύναμος·2. (равнозначащий) ἰσότιμος, ισοδύναμος/ ταυτόσημος, ὀμοιος (тождественный):э́то \равносильныйο смерти αὐτό εἶναι θάνατος. -
18 скоропостижный
скоропости́жн||ыйприл:\скоропостижныйая смерть ὁ ξαφνικός (или ὁ αίφνίδιος) θάνατος. -
19 кончина
[κοντσίνα] ουσ. θ. θάνατος -
20 смерть
[σμιέρτ'] ουσ. θ. θάνατος
См. также в других словарях:
Θάνατος — death masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάνατος — death masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek
θάνατος — ο 1. κατάσταση ενός οργανικού όντος όταν σταματούν όλες οι λειτουργίες του: Φυσιολογικός θάνατος. – Βίαιος θάνατος. – Βρήκε ένδοξο θάνατο. 2. χαρακτηρισμός γεγονότος πολύ θλιβερού: Η αποτυχία του γιου του ήταν γι αυτόν θάνατος. 3. νέκρωση:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θάνατος κύνειος. — См. Собаке собачья смерть … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Δὶς κράμβη ϑάνατος. — δὶς κράμβη ϑάνατος. См. Пета бяху стара песня! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αιφνίδιος θάνατος — Ο απρόοπτος και σύντομος θάνατος που οφείλεται σε κάποια άγνωστη φαινομενικά, εσωτερική παθολογική ή φυσιολογική αιτία. Το ποσοστό των α.θ. στο σύνολο των θανάτων είναι σχετικά μικρό. Από πλευράς φύλου περισσότερο ευπρόσβλητο είναι το αντρικό,… … Dictionary of Greek
Κυνικὸς θάνατος. Παρόσον οἱ κύνες οὐ θαπτονται. — См. Собаке собачья смерть … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ТАНАТОС — • Θάνατος, Mors, олицетворение смерти. У Гомера бог смерти не имеет еще определенной формы. Чаще всего смерть называется θάνατος; к этому названию иногда прибавляются определения, так, напр., для выражения смерти как естественного… … Реальный словарь классических древностей
Θανάτω — Θάνατος death masc nom/voc/acc dual Θάνατος death masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανάτω — θάνατος death masc nom/voc/acc dual θάνατος death masc gen sg (doric aeolic) θανατόω put to death pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) θανατόω put to death imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)