-
1 θάνατε
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θάνατε
См. также в других словарях:
Θάνατε — Θάνατος death masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάνατε — θάνατος death masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θάνατ' — Θάνατε , Θάνατος death masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάνατ' — θάνατε , θάνατος death masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισκοπώ — (AM ἐπισκοπῶ, έω) [επίσκοπος] είμαι επίσκοπος, επισκοπεύω αρχ. μσν. ενδιαφέρομαι, προνοώ, φροντίζω για κάποιον («ὅπου ἐπισκοπεῑ τὸ φῶς τοῡ προσώπου Σου, Κύριε») αρχ. 1. παρατηρώ, εξετάζω, βλέπω κάτι («ὦ Ζεῡ, χρόνῳ μὲν τἄμ’ ἐπεσκέψω κακά», Ευρ.) 2 … Dictionary of Greek