-
1 tuft
(a small bunch or clump (of grass, hair, feathers etc): She sat down on a tuft of grass.) θύσανος, τούφα- tufted -
2 Fringe
subs.Ar. and V. κράσπεδα, τά, P. θύσανος, ὁ (Hdt.).Edge, border: P. and V. κράσπεδα, τά (Xen.).Something that encompasses: P. and V. περίβολος, ὁ.Boundary: P. and V. ὅρος, ὁ.——————v. trans.See Encompass.Be fringed with: V. κρασπεδοῦσθαι (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fringe
-
3 Tassel
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tassel
См. также в других словарях:
θύσανος — tassel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… … Dictionary of Greek
θύσανος — ο 1. διακοσμητική φούντα συνήθως από νήματα: Θύσανος περικεφαλαίας. 2. είδος λευκού σύννεφου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυσάνοις — θύσανος tassel masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσάνοισι — θύσανος tassel masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσάνοισιν — θύσανος tassel masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσάνους — θύσανος tassel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσάνων — θύσανος tassel masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσάνῳ — θύσανος tassel masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύσανοι — θύσανος tassel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύσανον — θύσανος tassel masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)