Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

θυσία

См. также в других словарях:

  • θυσία — θυσίᾱ , θυσία burnt offering fem nom/voc/acc dual θυσίᾱ , θυσία burnt offering fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσία — η 1. προσφορά σε θεότητα: Αναίμακτη θυσία. – Ευχαριστήρια θυσία. – Θυσία ανθρώπων. – Προσφέρω θυσία. 2. στέρηση αγαθού για χάρη κάποιου σκοπού: Υποβλήθηκε σε πολλές θυσίες για να σπουδάσει το γιο του. – Έγινε θυσία για να μας περιποιηθεί. – Είναι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… …   Dictionary of Greek

  • θυσίᾳ — θυσίαι , θυσία burnt offering fem nom/voc pl θυσίᾱͅ , θυσία burnt offering fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θυσία του Αβραάμ — Ποιητικό θρησκευτικό δράμα –ένα από τα πλέον αξιόλογα έργα της κρητικής λογοτεχνίας– που αποδίδεται στον Βιτσέντζο Κορνάρο. Γράφτηκε πιθανότατα το 1635, σύμφωνα με γραπτή πληροφορία χειρογράφου του Νανιανού Κώδικα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης, και… …   Dictionary of Greek

  • θυσίας — θυσίᾱς , θυσία burnt offering fem acc pl θυσίᾱς , θυσία burnt offering fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσίαι — θυσία burnt offering fem nom/voc pl θυσίᾱͅ , θυσία burnt offering fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριβόλιο — Θυσία προς τιμήν της Κυβέλης Άττιδος κατά την αρχαιότητα. Είχε σχέση με το ταυροβόλιο, αλλά το θυσιαζόμενο ζώο στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ένα κριάρι. Η θυσία συμβόλιζε τη δυαδικότητα της θεάς Κυβέλης και του θεού Άττη …   Dictionary of Greek

  • θυσιάσας — θυσιά̱σᾱς , θυσιάζω sacrifice fut part act fem acc pl (doric) θυσιά̱σᾱς , θυσιάζω sacrifice fut part act fem gen sg (doric) θυσιάσᾱς , θυσιάζω sacrifice aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσίαν — θυσίᾱν , θυσία burnt offering fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσιάσαι — θυσιά̱σᾱͅ , θυσιάζω sacrifice fut part act fem dat sg (doric) θυσιάζω sacrifice aor inf act θυσιάσαῑ , θυσιάζω sacrifice aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»