-
1 шумный
шу́мн||ыйприл в разн. знач. θορυβώδης/ θορυβοποιός (о человеке):\шумныйая компания ἡ θορυβώδης παρέα· приобрести \шумныйую известность προκαλώ θόρυβο· \шумный успех ἐπιτυχία πού κάνει θόρυβο, τό μεγάλο σουξέ. -
2 шумный
επ., βρ: -мен, -мна, -мно.1. θορυβώδης• βουερός• πολυθόρυβος, πολύβοος•водопад βουερός καταρράκτης•
-ая компания θορυβώδης παρέα•
шумный город πολυθόρυβη πόλη.
2. εντυπωσιακός• που κάνει κρότο, μπαμ•шумный успех εντυπωσιακή επιτυχία.
εκφρ.- ые согласные – τα συριστικά σύμφωνα. -
3 бурный
-
4 буиство
бу́и́ствос ἡ παραφορά, ὁ θορυβώδης καυγᾶς. -
5 бурный
бу́рныйприл1. θυελλώδης, τρικυμιώδης:\бурныйое море ἡ τρικυμισμένη θάλασσα;2. (стремительный) ὁρμητικός:\бурныйый поток ὁρμητικός χείμαρρος; \бурныйый подъем промышленности ἡ ὀρμητική ἄνοδος τής βιομηχανίας;3. (неистовый) θορυβώδης, παταγώδης:\бурныйые аплодисменты (τά) παταγώδη χειροκροτήματα; \бурныйый спор ἡ θυελλώδης συζήτηση; \бурныйая деятельность ἡ ἀκατάσχετη δραστηριότητα. -
6 широковещательный
широковещательн||ыйприл1. радио:\широковещательныйая станция ὁ ραδιοφωνικός σταθμός, ὁ ραδιοπομπός·2. перен πομπώδης, ἐντυπωσιακός:\широковещательныйая реклама ἡ ἐντυπωσιακή ρεκλάμα, ἡ θορυβώδης ρεκλάμα. -
7 шумливый
шум||ли́выйприл θορυβώδης, θορυβοποιός. -
8 шумный
[σούμνυϊ] εκ. θορυβώδης -
9 шумный
[σούμνυϊ] επ θορυβώδης -
10 бравурный
επ.(μουσ.) θορυβώδης, ζωηρός, ηχηρός•бравурный марш στρατιωτικό εμβατήριο.
-
11 бурливый
επ., βρ: -лив, -а, -оθυελλώδης, τρικυμιώδης. || μτφ. θορυβώδης, ταραχώδης• ανήσυχος. -
12 возня
-и θ.1. θορυβώδης μετακίνηση, ταραχή, αταξία, φασαρία.2. φροντίδες, σκουτούρες•много -и с огородом πολλές φροντίδες έχει ο λαχανόκηπος.
3. αθρσ. ραδιουργίες•подозрительная возня поджигателей войны ύποπτες! κινήσεις των εμπρηστών του πολέμου.
-
13 крикливый
επ., βρ: -лив, -а, -о.1. κραυγαστής, φωνακλάς, φωνασκός.2. βροντερός, διαπεραστικός, διάτορος.3. μτφ. φανταχτερός, χτυπητός, εντυπωσιακός•-ая реклама φανταχτερή ρεκλάμα.
4. θορυβώδης• κραυγαλέος. || υβριστής. -
14 шумливый
επ., βρ: -лив, -а, -о.1. θορυβώδης. || βουερός.2. μτφ. πομπώδης, στομφώδης•-ые фразы πομπώδεις φράσεις.
-
15 шумовой
επ.θορυβώδης, βουερός• ηχηρός. || (για θήραμα) προγκ ισμένος (από το θόρυβο).εκφρ.шумовой оркестр – ορχήστρα κρουστών οργάνων•- ое оформление спектакля – η ηχητική ρύθμιση του θεάματος.
См. также в других словарях:
θορυβώδης — uproarious masc/fem acc pl (attic epic doric) θορυβώδης uproarious masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) θορυβώδης uproarious masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορυβώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, γεμάτος θορύβους, έντονος: Θορυβώδης διαδήλωση. – Θορυβώδης συζήτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θορυβώδης — ες (Α θορυβώδης, ες) [θόρυβος] 1. γεμάτος θόρυβο 2. αυτός που προκαλεί θόρυβο, ταραχώδης αρχ. 1. αυτός που δημιουργεί σύγχυση 2. συγκεχυμένος, μπερδεμένος. επίρρ... θορυβωδώς (Α θορυθωδῶς) με θόρυβο, με τρόπο θορυβώδη … Dictionary of Greek
θορυβωδέστερον — θορυβώδης uproarious adverbial comp θορυβώδης uproarious masc acc comp sg θορυβώδης uproarious neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορυβώδει — θορυβώδης uproarious masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) θορυβώδης uproarious masc/fem/neut dat sg θορυβώδεϊ , θορυβώδης uproarious dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορυβώδη — θορυβώδης uproarious neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θορυβώδης uproarious masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θορυβώδης uproarious masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορυβωδέστατα — θορυβώδης uproarious adverbial superl θορυβώδης uproarious neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορυβῶδες — θορυβώδης uproarious masc/fem voc sg θορυβώδης uproarious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορυβώδεα — θορυβώδης uproarious neut nom/voc/acc pl (epic ionic) θορυβώδης uproarious masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορυβώδεις — θορυβώδης uproarious masc/fem acc pl θορυβώδης uproarious masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορυβωδεστάτη — θορυβώδης uproarious fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)