Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

θητεία

  • 1 career

    [kə'riə] 1. noun
    1) (a way of making a living (usually professional): a career in publishing.) σταδιοδρομία
    2) (course; progress (through life): The present government is nearly at the end of its career.) θητεία
    2. verb
    (to move rapidly and dangerously: The brakes failed and the car careered down the hill.) ορμώ ανεξέλεγκτα

    English-Greek dictionary > career

  • 2 ministry

    plural - ministries; noun
    1) (the profession, duties or period of service of a minister of religion: His ministry lasted for fifteen years.) θητεία κληρικού/ιερατείο
    2) (a department of government or the building where its employees work: the Transport Ministry.) υπουργείο

    English-Greek dictionary > ministry

  • 3 national service

    (in some countries, a period of compulsory service in the armed forces.) στρατιωτική θητεία

    English-Greek dictionary > national service

  • 4 presidency

    ['prezidənsi]
    1) (the rank or office of a president: His ambition is the presidency.) προεδρία
    2) (the period of time for which somebody is president: during the presidency of Dwight D. Eisenhower.) προεδρική θητεία

    English-Greek dictionary > presidency

  • 5 tour

    [tuə] 1. noun
    1) (a journey to several places and back: They went on a tour of Italy.) γύρος, περιήγηση
    2) (a visit around a particular place: He took us on a tour of the house and gardens.) επίσκεψη, ξενάγηση
    3) (an official period of time of work usually abroad: He did a tour of duty in Fiji.) (επαγγελματική) περιοδεία / τουρνέ/ στρατιωτική θητεία στο εξωτερικό
    2. verb
    (to go on a tour (around): to tour Europe.) περιοδεύω
    - tourist
    - tour guide
    - tourist guide

    English-Greek dictionary > tour

  • 6 Hired service

    subs.
    P. and V. θητεία, ἡ, V. λατρεία, ἡ, λατρεύματα, τά.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hired service

См. также в других словарях:

  • θητεία — θητείᾱ , θητεία hired service fem nom/voc/acc dual θητείᾱ , θητεία hired service fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θητείᾳ — θητείᾱͅ , θητεία hired service fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θητεία — η [θητεύω] (Α θητεία) 1. η υπηρεσία τών κληρωτών στον στρατό, η στρατιωτική θητεία, το στρατιωτικό 2. το χρονικό διάστημα τής υπηρεσίας τού κληρωτού 3. οποιαδήποτε υπηρεσία που εκτελείται σε ορισμένο χρονικό διάστημα («η θητεία τού προέδρου τής… …   Dictionary of Greek

  • θητεία — η υπηρεσία για ορισμένο χρονικό διάστημα: Τελείωσε η θητεία του ως πρωθυπουργού. – Κάνει τη στρατιωτική του θητεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θητείας — θητείᾱς , θητεία hired service fem acc pl θητείᾱς , θητεία hired service fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θητείαν — θητείᾱν , θητεία hired service fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θητεῖαι — θητεία hired service fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θητείαις — θητεία hired service fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»