-
1 θησαυρος
ὅ1) клад, сокровище, ценность(θησαυρὸν εὑρεῖν Arst.; θησαυροὺς ἀνορύττειν Luc.; θησαυροὴ τῆς σοφίας καὴ τῆς γνώσεως NT.)
θ. γλώσσης φειδωλῆς Hes. — сокровище сдержанности в речах;θ. ὕμνων Pind. — драгоценные песнопения;ὅ νέκυς, οἰωνοῖς γλυκὺς θ. Soph. — мертвец, радостная находка для хищных птиц2) хранилище, сокровищница(χρημάτων Her.)
χρήματα φυλασσόμενα ἐν θησαυροῖσι καταγαίοισι Her. — ценности, хранимые в подземных сокровищницах;θ. βελέεσσιν Aesch. — хранилище стрел, т.е. колчан;θ. χρημάτων καὴ τιμῶν Plat. — сокровищница богатств и почестей3) множество, куча(κακῶν Eur.)
-
2 θησαυρός
ο сокровище, клад (тж. перен.); ценные вещи; богатство;αυτός είναι θησαυρός γιά μας — он настоящий клад для нас;
θησαυρέ μου! — сокровище моё!;
§ οι θησαυροί της Δήμητρας — дары Деметры (о зерновых);
θησαυρ σοφίας — кладезь премудрости
-
3 θησαυρός
ὁ θησαυρός сокровищница; сокровище (> фр. tresor; собачья кличка Трезор) -
4 θησαυρός
{сущ., 18}1. сокровище, ценность;2. сокровищница, хранилище.Ссылки: Мф. 2:11; 6:19-21; 12:35; 13:44, 52; 19:21; Мк. 10:21; Лк. 6:45; 12:33, 34; 18:22; 2Кор. 4:7; Кол. 2:3; Евр. 11:26.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θησαυρός
-
5 θησαυρός
{сущ., 18}1. сокровище, ценность;2. сокровищница, хранилище.Ссылки: Мф. 2:11; 6:19-21; 12:35; 13:44, 52; 19:21; Мк. 10:21; Лк. 6:45; 12:33, 34; 18:22; 2Кор. 4:7; Кол. 2:3; Евр. 11:26.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θησαυρός
-
6 θησαυρὸς
сокровищеθησαυρόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θησαυρὸς
-
7 θησαυρός
сокровищеθησαυρὸςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θησαυρός
-
8 θησαυρός
1. сокровище, ценность; 2. сокровищница, хранилище.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θησαυρός
-
9 θησαυρός
-
10 θησαυρός
[тисаврос] ουσ α сокровище, клад. -
11 αδυτος
-
12 ευθησαυρος
-
13 καταγαιος
-
14 άνθραξ
(-ακος) ο1) уголь; 2) мин. карбункул, красный гранит; 3) мед. сибирская язва; 4) хим. четырёхатомный элемент; 5) бот. антракнозы;§ λευκός άνθραξ — белый уголь;
άνθρακες ο θησαυρός обманутые надежды -
15 2344
{сущ., 18}1. сокровище, ценность;2. сокровищница, хранилище.Ссылки: Мф. 2:11; 6:19-21; 12:35; 13:44, 52; 19:21; Мк. 10:21; Лк. 6:45; 12:33, 34; 18:22; 2Кор. 4:7; Кол. 2:3; Евр. 11:26.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2344
См. также в других словарях:
θησαυρός — store masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… … Dictionary of Greek
θησαυρός — ο 1. πολλά πλούτη: Θησαυροί του Κροίσου. – Κέρδισε ολόκληρο θησαυρό. 2. χρήματα ή πολύτιμα αντικείμενα που βρίσκονται κάπου κρυμμένα: Ανακάλυψε θησαυρό. 3. πλούτος πνευματικών ή ηθικών αγαθών: Θησαυρός γνώσεων ή σοφίας. 4. άνθρωπος ανώτερος, με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θησαυρός της ελληνικής γλώσσης — Τίτλος πολύτομου λεξικού της ελληνικής γλώσσας, που έγραψε και δημοσίευσε το 1572 ο γνωστός Γάλλος φιλόλογος και εκδότης Ανρί Ετιέν, γνωστός και με το εξελληνισμένο όνομα Ερρίκος Στέφανος. Περιλαμβάνει περισσότερες από 100.000 λέξεις (πολλές από… … Dictionary of Greek
θησαυροῖο — θησαυρός store masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυροῖς — θησαυρός store masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυροῖσι — θησαυρός store masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυροί — θησαυρός store masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυροῦ — θησαυρός store masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυρούς — θησαυρός store masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυρέ — θησαυρός store masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)