-
1 dişil
θηλυκός -
2 femelle
θηλυκός -
3 samice
θηλυκός -
4 samička
θηλυκός -
5 female
θηλυκός -
6 kobiecy
θηλυκός -
7 samica
θηλυκός -
8 żeński
θηλυκός -
9 женский
-
10 жеиский
жеиск||ийприл1. γυναικείος (относящийся к женщине)/ γυναικήσιος, θηλυκός (свойственный женщине):Международный \жеиский день ἡ διεθνής ἡμέρα τῶν γυναικών по \жеискийой линии (о родстве) ἀπ' τή μεριά τῆς μάννας· \жеискийие болезни οἱ γυναικολογικές ἀσθένειες· \жеискийая половина (на Востоке) ὁ γυναικωνίτης· 2.:\жеиский род грам. τό θηλικό[ν] γένος' ◊ πο-женски σάν γυναίκα. -
11 тетерка
тетеркаж ἡ θηλυκός ἀγριόγαλος. -
12 feminine
-
13 she-
(female: a she-wolf.) θηλυκός -
14 супоросная
-снаκυοφόρος θηλυκός χοίρος, γουρούνα γκαστρωμένη.
См. также в других словарях:
θηλυκός — woman like masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυκός — ή, ό και ός, ιά, ό (ΑΜ θηλυκός, ή, όν) [θήλυς] 1. αυτός ο οποίος ανήκει ή αναφέρεται στο φύλο που φέρει και αναπτύσσει τα γονιμοποιούμενα αναπαραγωγικά κύτταρα, ο θήλυς 2. γραμμ. αυτός που αναφέρεται στο θηλυκό γένος (α. «θηλυκό όνομα» ουσιαστικό … Dictionary of Greek
θηλυκός, -ιά, -ό — 1. αυτός που είναι θηλυκού γένους (αντίθ. αρσενικός): Θηλυκιά αλεπού. – Θηλυκός αϊτός. 2. γόνιμος, δημιουργικός: Θηλυκό μυαλό. 3. εργαλείο που έχει κοιλότητα, οπή, όπου μπαίνει αντίστοιχη προεξοχή άλλου εργαλείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θηλυκά — θηλυκός woman like neut nom/voc/acc pl θηλυκά̱ , θηλυκός woman like fem nom/voc/acc dual θηλυκά̱ , θηλυκός woman like fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυκώτερον — θηλυκός woman like adverbial comp θηλυκός woman like masc acc comp sg θηλυκός woman like neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυκῶν — θηλυκός woman like fem gen pl θηλυκός woman like masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυκόν — θηλυκός woman like masc acc sg θηλυκός woman like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυκώτατα — θηλυκός woman like adverbial superl θηλυκός woman like neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυκαῖς — θηλυκός woman like fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυκαί — θηλυκός woman like fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυκοῖς — θηλυκός woman like masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)