Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
θηκίον
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
θηκίον — θηκίον, τὸ (Α) μικρή θήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήκη + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. κοράσ ιον, παιδ ίον)] … Dictionary of Greek
θηκία — θηκίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηκίῳ — θηκίον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειστοθήκιο — το (μυκητ.) τύπος ασκοκαρπίου, χαρακτηριστικό τών πλεκτομυκήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cleistothecium < cleisto (πρβλ. κλειστός) + thecium (πρβλ. θηκίον < θήκη)] … Dictionary of Greek