-
1 гром
громм1. ἡ βροντή:удар \грома ὁ κεραυνός· \гром гремит βροντά, βροντάει, μπου-μπουνίζει·2. перен (сильный шум) ἡ βροντή, ὁ κρότος, τό μπουμπουνητό:\гром пу́шек ἡ βροντή τῶν κανονιών \гром аплодисментов θύελλα χειροκροτημάτων ◊ как \громом пораженный κεραυνόπληκτος, ἐμβρόντητος· как \гром среди ясного неба ἀναπάντεχα, ἄνευ προειδοποιήσεως· метать \громы и молнии ἀπειλώ θεούς καί δαίμονες. -
2 гром
-а α., γεν. πλθ. -овβροντή, μπουμπουνητό• κεραυνός. || θόρυβος, πάταγος•аплодисментов θύελλα χειρικροτημάτων.
εκφρ.(как) гром среди ясного неба – τελείως απροσδόκητα•как -ом пораженный, ошеломленный – κ.τ.τ. εμβρόντητος•метать -ы и молнии – εκτοξεύω (εξακοντίζω) μύδρους• απειλώ θεούς και δαίμονες•пока гром не грянет – οσο ακόμα είναι νωρίς, πριν ξεσπάσει η μπόρα. -
3 небожитель
-я α.κάτοικος των ουρανών (ιδίως για θεούς). -
4 очеловечить
ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος)1 ανθρωποποιώ•древние греки -ли своих богов, и, следовательно, понятие человека возвысили до божества οι αρχαίοι Ελληνες ανθρωποποίησαν τους θεούς τους και, συνεπώς, την έννοια του ανθρώπου την ανύψωσαν μέχρι της θεότητας (Γκέρτσεν).
ανθρωποποιούμαι. || γίνομαι ανθρωπιστής, ουμανιστής, εξανθρωπίζομαι. -
5 пантеон
-а α.1. πάνθεο (ναός αφιερωμένος σ’ όλους τους θεούς).2. όλοι οι θεοί πολυθεϊκής θρησκείας.3. το ηρώο.4. παλ. ονομασία λογοτεχνικών συλλογών, περιοδικών κλπ. пантра-ы θ.ο πάνθηρας.
См. также в других словарях:
θεούς — θεός God masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θέους — Θέων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πείθειν δῶρα και θεοὺς λόγος. — πείθειν δῶρα και θεοὺς λόγος. См. Дары и мудрых ослепляют … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Δῶρα θεοὺς πείθει καὶ αἰδοίους βασιλῆας. — См. Дары и мудрых ослепляют … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Δῶρα καὶ θεοὺς πείθει. — См. Дары и мудрых ослепляют … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αὐτός τι νῦν δρῶν, εἶτα τοὺς θεοὺς κάλει. — См. На Бога надейся, а сам не плошай … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… … Dictionary of Greek