-
1 ölümcül
θανάσιμος -
2 убийственный
θανάσιμος, θανατικός, θανατηφόρος, φονικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убийственный
-
3 смертельный
смертельный θανάσιμος, θανατηφόρος; \смертельныйая опасность о θανάσιμος κίνδυνος* * *θανάσιμος, θανατηφόροςсмерте́льная опа́сность — ο θανάσιμος κίνδυνος
-
4 смертельный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. θανάσιμος, θανατηφόρος•-ая рана θανατηφόρο τραύμα•
смертельный яд θανατηφόρο δηλητήριο.
|| μτφ. ισχυρότατος•-ая борьба с врагом θανάσιμος αγώνας με τον εχθρό•
-ая ненависть θανάσιμο μίσος•
-ая опасность θανάσιμος κίνδυνος.
2. επιθανάτιος•-ая агония επιθανάτια άγων ία.
εκφρ.смертельный враг – θανάσιμος εχθρός•- ая вравда – θανάσιμη έχθρα. -
5 смертельный
смертельн||ыйприл1. θανατηφόρος, θανάσιμος·2. перен θανάσιμος:\смертельныйый враг ὁ ἀσπονδος (или ὁ θανάσιμος) ἐχθρός· \смертельныйая ненависть τό θανάσιμο μίσος. -
6 смертельность
-и θ.θανάσιμος χαρακτήρας•смертельность раны θανάσιμος χαρακτήρας του τραύματος.
-
7 смертельно
θανάσιμα-ый θανάσιμος, θανατηφόροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > смертельно
-
8 враг
врагм1. ὁ ἐχθρός, ὁ ὀχτρός:классовый \враг ὁ ταξικός ἐχθρός· смертельный \враг ὁ θανάσιμος ἐχθρός·2. (противник чего-л.) ὁ ἀντίπαλος, ὁ ἐχθρός, ὁ πολέμιος. -
9 губительный
губитель||ныйприл ὁλέθριος, καταστρεπτικός, φθοροποιός/ θανάσιμος (смертельный):\губительныйный климат τό ὁλέθριο κλίμα. -
10 жизнь
жизн||ьж в разн. знач. ἡ ζωή, ὁ βίος:Духовная \жизнь ἡ πνευματική ζωή· общественная \жизнь ἡ κοινωνική ζωή· зажиточная \жизнь· ἡ εὐπορία, ἡ εὐπορη ζωή· совместная \жизнь· ἡ κοινή ζωή· семейная \жизнь ἡ οίκογε-νειακή ζωή· походная \жизнь ζωή ἐκστρατείας· образ \жизньи ὁ τρόπος ζωής· условия \жизньи οἱ συνθήνες ζωής· вести́ праздную \жизнь· ζῶ ἀργόσχολος· борьба за \жизнь ἡ βιοπάλη· полный \жизньи γεμάτος ζωή· средства к \жизньи τά προς τό ζήν, οἱ πόροι τής ζωής· рисковать \жизньью (ριψο)κινδυνεύω τή ζωή Дои· лишать себя \жизньи αὐτοκτονώ· проводить что-л. в \жизнь ἐφαρμόζω κάτι στή ζωή· при \жизньи στή διάρκεια τοῦ βίου· никогда в \жизньи! ποτέ, οὐδέποτε!· на всю \жизнь σ' ὅλη (μου) τή ζωή· \жизнь бьет ключом βράζει ἀπό ζωή· ◊ борьба не на \жизнь, а на смерть ὁ θανάσιμος ἀγώνας, ἡ πάλη μέχρι θανάτου. -
11 заклятый
заклятыйприл ἀσπονδος:\заклятый враг ὁ ἄσπονδος ἐχθρός, ὁ θανάσιμος ἐχθρός. -
12 злейший
злейшийприл:\злейший враг ὁ θανάσιμος ἐχθρός. -
13 опасность
опасн||остьж ὁ κίνδυνος:смертельная \опасностьость ὁ θανάσιμος κίνδυνος· предупреждать \опасностьость προλαμβάνω τόν κίνδυνο· подвергаться \опасностьости διατρέχω κίνδυνο· смотреть \опасностьости в глаза ἀντιμετωπίζω τόν κίνδυνο, ἀψηφῶ τόν κίνδυνο· с \опасностьостыо для жизни μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς· отечество в \опасностьости ἡ πατρίδα σέ κίνδυνο, ἡ πατρίς ἐν κινδύνω. -
14 смертный
смертн||ыйприл1. ἐπιθανάτιος, νεκρικός, τοῦ θανάτου:\смертныйый час ἡ ὠρα τοῦ θανάτου· на \смертныйом одре στήν ἐπιθανάτια κλίνη· \смертныйые случаи οἱ θάνατοι, οἱ περιπτώσεις θανάτου·2. (подверонхнный смерти) θνητός:человек смертен ὁ ἀνθρωπος εἶναι θνητός·3. (приводящий κ смерти) θανατικός, θανατηφόρος:\смертныйый приговор ἡ καταδίκη σέ θάνατο· \смертныйая казнь ἡ θανατική ποινή, ἡ ἐκτελεση [-ις]·4. перен· (сильный, жестокий) ἀφόρητος, θανάσιμος:\смертныйая ску́ка (тоска́) θανάσιμη πλήξη (μελαγχολία)· б. м ὁ θνητός:простой \смертныйый ὁ κοινός θνητός. -
15 смертоносный
смертоносныйприл θανατηφόρος, θανάσιμος:\смертоносный удар τό θανατηφόρο κτύπημα -
16 страх
страхм ὁ φόβος, ὁ τρόμος:смертельный \страх ὁ θανάσιμος φόβος· охваченный \страхом κατατρομαγμένος, καταφο-βισμένος· из \страха ἀπό φόβο· ◊ на свой \страх и риск παίρνοντας ὁλόκληρη τήν εὐθύνη· у \страха глаза велики погов. ὁ φόβος μεγαλοποιεῖ τά πράγματα. -
17 убийственный
убийственн||ыйприл φονικός, θανατηφόρος, θανάσιμος/ ὀλεθριος, καταστρεπτικός (губительный)/ φοβερός, ἀφόρητος (непереносимый):\убийственный климат τό ὀλέ-θριο[ν] κλίμα· \убийственныйая жара ἡ ἀφόρητη ζέστη· \убийственный взгляд ἡ τρομερή ματιά· \убийственныйая медлительность ἡ ἀπίθανη βραδυκινησία· \убийственныйая тоска ἡ ἀνυπόφορη πλήξη. -
18 fatal
-
19 mortal
['mo:tl] 1. adjective1) (liable to die; unable to live for ever: Man is mortal.) θνητός2) (of or causing death: a mortal illness; mortal enemies (= enemies willing to fight each other till death); mortal combat.) θανατηφόρος/θανάσιμος,μέχρι θανάτου2. noun(a human being: All mortals must die sometime.) θνητός- mortally
- mortal sin -
20 смертельный
[σμιρτιέλ'νυϊ] εκ. θανάσιμος
См. также в других словарях:
θανάσιμος — deadly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανάσιμος — η, ο (AM θανάσιμος, ον) [θάνατος] αυτός που επιφέρει τον θάνατο, ο θανατηφόρος (α. «θανάσιμο τραύμα» β. «θηρία θανάσιμα» ερπετά με θανατηφόρο δηλητήριο) νεοελλ. 1. (για κακή πράξη ή αδίκημα) ασυγχώρητος, βαρύτατος 2. το αρσ. ως ουσ. ο θανάσιμος… … Dictionary of Greek
θανάσιμος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που επιφέρει θάνατο: Θανάσιμο τραύμα. – Διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο. 2. ασυγχώρητος: Θανάσιμο σφάλμα. 3. αμείλικτος: Θανάσιμος εχθρός. – Τον μισεί θανάσιμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θανασιμώτατον — θανάσιμος deadly masc acc superl sg θανάσιμος deadly neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανασίμως — θανάσιμος deadly adverbial θανάσιμος deadly masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανάσιμον — θανάσιμος deadly masc/fem acc sg θανάσιμος deadly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανασιμώτερα — θανάσιμος deadly neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανασίμοις — θανάσιμος deadly masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανασίμοισιν — θανάσιμος deadly masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανασίμου — θανάσιμος deadly masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανασίμους — θανάσιμος deadly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)