Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

θανάτου+τ

  • 1 at death's door

    (on the point of dying.) στα πρόθυρα του θανάτου

    English-Greek dictionary > at death's door

  • 2 death certificate

    (an official piece of paper signed by a doctor stating the cause of someone's death.) πιστοποιητικό θανάτου

    English-Greek dictionary > death certificate

  • 3 life-and-death

    adjective (serious and deciding between life and death: a life-and-death struggle.) ζήτημα ζωής και θανάτου

    English-Greek dictionary > life-and-death

  • 4 mortal

    ['mo:tl] 1. adjective
    1) (liable to die; unable to live for ever: Man is mortal.) θνητός
    2) (of or causing death: a mortal illness; mortal enemies (= enemies willing to fight each other till death); mortal combat.) θανατηφόρος/θανάσιμος,μέχρι θανάτου
    2. noun
    (a human being: All mortals must die sometime.) θνητός
    - mortally
    - mortal sin

    English-Greek dictionary > mortal

  • 5 scare stiff

    (to bore or frighten very much.) βαριέμαι ή τρομάζω μέχρι θανάτου

    English-Greek dictionary > scare stiff

  • 6 Capital

    subs.
    Chief town: P. and V. πόλις, ἡ (Thuc. 2, 15).
    Mother city of colonies: P. μητρόπολις, ἡ.
    Of a pillar: V. ἐπίκρανον, τό, P. κιόκρανον, τό (Xen.).
    As opposed to interest: Ar.. and P. τὰ ἀρχαῖα, P. το κεφάλαιον, τὰ ὑπάρχοντα, ἀφορμή, ἡ.
    Make capital cut of: met., use P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    ——————
    adj.
    Foremost: P. and V. μέγιστος; see Principal.
    Excellent: P. and V. χρηστός, καλός; see Good.
    Capital charge: P. and V. περὶ ψυχῆς ἀγών.
    Be tried on a capital charge: P. κρίνεσθαι περὶ θανάτου.
    ——————
    interj.
    Ar. and P. εὖγε.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Capital

  • 7 Trappings

    subs.
    Trappings of horses: P. and V. φλαρα, τά (Xen.), V. ἀμπυκτῆρες, οἱ.
    Ornaments: P. and V. κόσμος, ὁ.
    Dress: P. and V. σκευή, ἡ, στολή, ἡ (Plat.), V. σαγή, ἡ.
    Trappings of woe, mourning: P. and V. πένθος, τό.
    Trappings of the hair: V. περιβολαὶ κόμης.
    Trappings of the dead: V. νεκρῶν γάλματα.
    Already are we arrayed in the trappings of death: V. θανάτου τάδʼ ἤδη περιβόλαιʼ ἀνήμμεθα (Eur., H. F. 549).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Trappings

См. также в других словарях:

  • Θανάτου, Κοιλάδα του- — (Death Valley). Βαθύ τεκτονικό ρήγμα στη νοτιοανατολική Καλιφόρνια των ΗΠΑ, κοντά στα σύνορα Καλιφόρνια και Νεβάδα. Εκτείνεται από τα Β προς τα Ν σε μήκος περίπου 225 χλμ., ενώ το πλάτος της κυμαίνεται από 6 έως 26 χλμ. Πλαισιώνεται από τις… …   Dictionary of Greek

  • θανατοῦ — θανατάω desire to die pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic) θανατόω put to death pres imperat mp 2nd sg θανατόω put to death imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θανάτου — Θάνατος death masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανάτου — θάνατος death masc gen sg θανατόω put to death pres imperat act 2nd sg θανατόω put to death imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θανάτου, γραφέας — (5ος αι. π.Χ.). Συμβατικό όνομα αρχαίου αγγειογράφου, του οποίου το πραγματικό όνομα παραμένει άγνωστο. Φιλοτεχνούσε λευκές ληκύθους, που επειδή τις χρησιμοποιούσαν κυρίως σε νεκρικές τελετές, η θεματολογία τους ήταν εμπνευσμένη από αυτές. Έχουν… …   Dictionary of Greek

  • Ὁ ὕπνος θανάτου ἀδελφός. — ὁ ὕπνος θανάτου ἀδελφός. См. Сон смерти брат …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Κοιλάδα του Θανάτου — Βλ. λ. Θανάτου, κοιλάδα …   Dictionary of Greek

  • θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»