Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

θαμὰ+καὶ

  • 1 Ground

    subs.
    P. and V. γῆ, ἡ, P. ἔδαφος, τό, Ar. and V. γαῖα, ἡ, χθών, ἡ, πέδον, τό, δπεδον, τό (Eur., Ion, 576, Or. 1645) (also Xen.), V. οὖδας, τό.
    Land for cultivating: P. and V. γῆ, ἡ, ἀγρός, ὁ (or pl.), Ar. and V. ρουρα, ἡ (Plat. also but rare P.), γύαι, οἱ.
    On the ground: use adv., Ar. and V. χαμαί, πέδοι (also Plat. but rare P.).
    Sleeping on the ground, adj.: V. χαμαικοίτης,
    Fallen on the ground: V. χαμαιπετής.
    Walking the ground: V. πεδοστιβής, χθονοστιβής.
    To the ground: use adv., Ar. and V. χαμᾶζε, V. πέδονδε ἔραζε (Æsch., frag.).
    From the ground: V. γῆθεν, Ar. χαμᾶθεν.
    Under the ground: see Underground.
    He is an enemy to the whole city and the very ground it stands on: P. ἐχθρός (ἐστιν) ὅλῃ τῇ πόλει καὶ τῷ τῆς πόλεως ἐδάφει (Dem. 99).
    The city stood on high ground: P. (ἡ πόλις) ἦν ἐφʼ ὑψηλῶν χωρίων (Thuc. 3, 97).
    met., Excuse: P. and V. πρόφασις, ἡ.
    Reason, plea: P. and V. λόγος, ὁ.
    Cause: P. and V. αἰτία, ἡ.
    Principle: P. and V. ἀρχή, ἡ, P. ὑπόθεσις, ἡ.
    Ground for, pretext for: P. and V. φορμή, ἡ (gen.).
    On the ground of: P. and V. κατ (acc.).
    On all grounds: P. and V. πανταχῆ.
    On neither ground: P. κατʼ οὐδέτερον.
    On what ground? V. ἐκ τνος λόγου;
    Why? P. and V. τ; τοῦ χριν; P. τοῦ ἕνεκα; διὰ τί; V. πρὸς τ; εἰς τ; τί χρῆμα; τνος χριν; τνος ἕκατι; ἐκ τοῦ; see Why.
    Go over old ground constantly: P. θάμα μεταστρέφεσθαι ἐπὶ τὰ εἰρημένα (Plat., Crat. 428D).
    Gain ground, v.: P. and V. προχωρεῖν.
    Lose ground: P. ἐλασσοῦσθαι.
    Stand one's ground: P. and V. φίστασθαι, μένειν, P. μένειν κατὰ χώραν.
    Recover ground lost through indolence: P. τὰ κατερρᾳθυμημένα πάλιν ἀναλαμβάνειν (Dem. 42).
    ——————
    v. trans.
    Secure, make firm: P. βεβαιοῦν.
    Plant, fix: P. and V. πηγνύναι, V. ἐρείδειν, ἀντερείδειν.
    Ground arms: P. ὅπλα τίθεσθαι.
    Instruct: P. and V. διδάσκειν, παιδεύειν; see Instruct.
    Run ( a ship) aground: P. and V. ὀκέλλειν, P. ἐποκέλλειν, V. κέλλειν, ἐξοκέλλειν.
    Run aground, v. intrans.: P. ὀκέλλειν, ἐποκέλλειν, V. ἐξοκέλλειν.
    Ground on ( as a ship on a reef): P. and V. πταίειν πρός (dat.).
    ——————
    adj.
    Of corn: P. ἀληλεμένος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ground

См. также в других словарях:

  • θαμά — (AM) επίρρ. συχνά («κατασκοπεῖσθαι δὲ θαμὰ ἑαυτήν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. θαμά, όπως εξάλλου τα επιρρήματα σε α (πρβλ. κάρτα, τάχα κ.ά.) προέρχεται από ένα ουδ. ουσ. σε η (το *θαμά, «μεγάλος αριθμός, πλήθος») και συνδέεται πιθ. με το θημ ών,… …   Dictionary of Greek

  • εμποδίζω — και μποδίζω και μποδάω (AM ἐμποδίζω, Μ και ἀμποδίζω και μποδίζω) παρεμβάλλω εμπόδιο, γίνομαι ο ίδιος εμπόδιο, εναντιώνομαι σε κάτι, απαγορεύω, δυσχεραίνω, παρακωλύω («και σοφαὶ γνῶμαι... ἐμποδίζονται θαμά», Σοφ.) νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.)… …   Dictionary of Greek

  • θιάμα — και θυάμα, το βλ. θαύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θάμα με ανάπτυξη ημιφώνου [ι] κατ αναλογία ή ίσως και κατά παρετυμολογική σύνδεση με το θιός*. Ο τ. θυάμα και τα υποτιθέμενα παράγωγα του θυαμάζομαι και θυαμαίνομαι αποτελούν απλώς εσφ. γρφ. τών θιάμα,… …   Dictionary of Greek

  • θυάμα — και θάμα, το θαύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Β. λ. θιάμα] …   Dictionary of Greek

  • άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • θάμνος — Ξυλώδες φυτό, του οποίου οι διακλαδώσεις ξεκινούν από τη βάση του κύριου άξονα. Ο κεντρικός κορμός του δεν είναι σαφώς διαμορφωμένος και το ύψος του, μικρότερο από αυτό των δέντρων, κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1 και 4 μ. Υπάρχουν θ. με πυκνές… …   Dictionary of Greek

  • SIRENES — monstra marina, poetarum fabulis celebratissima. Has finxerunt antiqui Acheloi fluminis, ac Terpsichores fuisse filias. NIcander autem l. 3. Mutationum, Melpomenen Sirenum matrem fuisse scribit, alii Steropen, alli Calliopen. Haeigitur siculum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… …   Dictionary of Greek

  • λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …   Dictionary of Greek

  • κάμα — I Ινδική θεότητα του έρωτα που αναφέρεται και στις Βέδες ως θεός που εισακούει τις επιθυμίες. Περίφημοι είναι στην ινδική μυθολογία οι πειρασμοί στους οποίους ο Κ. θέτει ασκητές και θεούς. Αντιπροσωπευτική είναι η περίπτωση του Σίβα, που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»