-
1 ηρωισμός
[ироизмос] ουσ. а. героизмΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ηρωισμός
-
2 героизм
-
3 героизм
героизмм ὁ ἡρωισμός. -
4 геройство
герой||ствос ὁ ήρωἰσμός:проявлять \геройствоство δείχνω ήρωίσμό. -
5 доблесть
доблестьж ἡ ἀνδρεία, ἡ γενναιό-τητα [-ης] / ὁ ἡρωισμός (геройство):воинская \доблесть ἡ στρατιωτική ἀνδρεία· проявлять \доблесть δείχνω ἀνδρεία. -
6 героизм
[γκιραΐζμ] ουα. α. ηρωισμός -
7 доблесть
[ντόμπλισ'] ουσ θ. ηρωισμός -
8 героизм
[γκιραΐζμ] ουα. α ηρωισμός -
9 доблесть
[ντόμπλισ'] ουσ θ. ηρωισμός -
10 героизм
-а α.ηρωισμός. -
11 героика
-и θ.ηρωισμός, ηρωικές πράξεις, ηρωισμοί. -
12 геройство
-а ουδ.ηρωισμός. -
13 доблесть
-и θ. (υψ. ύφος) αντρεία, αντρα-γαθία, αντρειοσύνη, γενναιότητα. || ηρωισμός, παλικαριά•войнская доблесть πολεμική αντρεία• προ•
доблесть явить доблесть в труде δείχνω ηρωισμό στη δουλειά.
|| πλθ. -и, γεν. -ей ικανότητες, εξαιρετικές ιδιότητες του ανθρώπου. -
14 жертвенность
-и θ.αυταπάρνηση, ανδραγαθία, ηρωισμός. -
15 массовый
επ.μαζικός•-ое рабочее движение μαζικό εργατικό κίνημα•
-ые игры μαζικά παιγνίδια•
товары -го употребления εμπορεύματα κοινής χρήσης•
-ая работа μαζική εργασία•
-ое производство μαζική παραγωγή (σε μεγάλες ποσότητες).
|| αθρόος, πολυάριθμος•массовый героизм αθρόος ηρωισμός•
-ые аресты πολυάριθμες συλλήψεις.
-
16 подвижничество
-а ουδ.1. ασκητική ζωή.2. ηρωισμός. -
17 соприкасаться
ρ.δ.1. εφάπτομαι, εγγίζω.2. γειτονεύω, γειτνιάζω, συνορεύω.3. μτφ. εγγίζω τα όρια•его героизм -ется с безумием ο ηρωισμός του εγγίζει τα όρια της παραφροσύνης.
4. μ•τφ• συσχετίζομαι, συνδέομαι, έχωσυνάφεια.5. μτφ. επικοινωνώ, έρχομαι σε επικοινωνία• συναντιέμαι•приходится соприкасаться с разными людьми συμβαίνει να επικοινωνώ με διάφορους ανθρώπους.
См. также в других словарях:
ηρωισμός — ο (Α ἡρωϊσμός) [ηρωίζω] νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού ήρωα, γενναιότητα, ευψυχία, ανδρεία 2. πράξη αυτοθυσίας, περιφρόνησης τού θανάτου για ευγενή σκοπό, άτρομη αντιμετώπιση ενός κινδύνου («ο ηρωισμός τών γυναικών τής Πίνδου») αρχ. επιγρ. η λατρεία… … Dictionary of Greek
ηρωισμός — ο 1. ανδραγάθημα: Οι ηρωισμοί των κλεφτών υμνούνται στα κλέφτικα τραγούδια. 2. γενναιότητα: Οι Έλληνες έδειξαν άφθαστο ηρωισμό στον πόλεμο του 1940. – Αποκαλύπτομαι μπροστά στον ηρωισμό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek
ανδραγαθία — η (AM ἀνδραγαθία) γενναιότητα, παληκαριά, ηρωισμός νεοελλ. μσν. ανδραγάθημα, κατόρθωμα αρχ. γενναιότητα και τιμιότητα μαζί, ο χαρακτήρας του τέλειου άντρα … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
Ηρακλής μαινόμενος — Τραγωδία του Ευριπίδη. Χρονολογείται κατά προσέγγιση μεταξύ 421 και 415 π.Χ. Είναι το πρώτο από τα έργα που σώζονται και περιέχουν τροχαϊκά τετράμετρα, χαρακτηριστικό των όψιμων έργων του Ευριπίδη. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Θήβα. Ο Λύκος από την … Dictionary of Greek
Καβαλλιεράκος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από τη Μάνη. 1. Θεόδωρος ή Γεωργίβαλος. Συμμετείχε στις πολιορκίες της Μονεμβασιάς, της Τρίπολης, του Ναυπλίου και της Κορίνθου. Πολέμησε γενναία κατά την επιδρομή του Ιμπραήμ στα μεσσηνιακά φρούρια. Στη μάχη του Διρού… … Dictionary of Greek
Κορνέιγ, Πιερ — (Pierre Corneille, Ρουέν 1606 – Παρίσι 1684). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Αρχικά σπούδασε σε ένα σχολείο ιησουιτών. Αργότερα ακολούθησε τη νομική επιστήμη, έγινε δικηγόρος και διορίστηκε σε μια δημόσια θέση, στη γενέτειρά του, όπου εργάστηκε για … Dictionary of Greek
Μεσολόγγι — Πόλη (υψόμ. 3 μ., 12.225 κάτ.) της δυτικής Στερεάς Ελλάδος, πρωτεύουσα του νομού Αιτωλοακαρνανίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η πόλη, χτισμένη σε έναν προσχωσιγενή βραχίονα που σχηματίζεται ανάμεσα στη λιμνοθάλασσά του και στη λιμνοθάλασσα της… … Dictionary of Greek
Ο Σ πεζογράφος — Πέρα από τον ποιητή που όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε, υπάρχει και ένας άλλος Σ. που δεν τον αξιολογήσαμε όσο πρέπει. Είναι ο Σ. πεζογράφος. Η πεζογραφία του, μικρή κι αυτή σε ποσότητα, αλλ’ ισάξια με την ποίησή του σε πνοή και δυναμισμό, αποτελεί… … Dictionary of Greek