-
1 ηθοποιός
-
2 ἠθοποιός
-
3 ηθοποιος
2воспитывающий нравы, влияющий на душевный облик(τὸ θερμὸν χαὴ ψυχρόν Arst.; παίδευσις Plut.; μέλη Sext.)
-
4 ηθοποιός
ο, η1) акт|ёр, -риса; артист, -ка;ηθοποιός κινηματογράφου — киноакт|ёр, -риса;
2) перен. акт|ёр, -риса, притворщи|к, -ца, лицемер, -ка -
5 ηθοποιός
[итопиос] ουσ акт€р. -
6 ηθοποιός (η)
l'actriu -
7 ἠθοποιός
ἠθοποι-ός, όν,A forming character,ἠ. τὸ θερμόν Arist.Pr. 955a32
;μέλη S.E.M.6.36
;παιδεύσεις Plu.Them. 2
; τὸ ἠ.,= foreg. 1, Id.2.660c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠθοποιός
-
8 ἠθοποιός
ἠθο-ποιός, die Sitten, den Charakter bildend; die Sitten, den Charakter eines Andern darstellend, nachbildend -
9 ηθοποιός
1) académicien2) acteur3) comédien -
10 έπαιξε (ο ηθοποιός)
ha actuat -
11 ηθοποιόν
ἠθοποιόςforming character: masc /fem acc sgἠθοποιόςforming character: neut nom /voc /acc sg -
12 ἠθοποιόν
ἠθοποιόςforming character: masc /fem acc sgἠθοποιόςforming character: neut nom /voc /acc sg -
13 αποστρατεία
η1) отставка, уход в отставку (офицера); 2) прекращение профессиональной деятельности;ηθοποιός εν αποστρατεία — актёр, ушедший со сцены
-
14 τραγικός
η, ό[ν] 1.1) трагический, тяжёлый, страшный;τραγικός θάνατος — трагическая смерть;
τραγικά γεγονότα — трагические события;
2) относящийся к трагедии, трагический, трагедийный;τραγική ηθοποιός — трагическая актриса § πολύ τραγικά τα παριστάνω — слишком преувеличивать;
2. (ο) автор трагедий, трагик -
15 ηθοποιοίς
ἠθοποιέωmould the character of: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)ἠθοποιόςforming character: masc /fem /neut dat pl -
16 ἠθοποιοῖς
ἠθοποιέωmould the character of: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)ἠθοποιόςforming character: masc /fem /neut dat pl -
17 ηθοποιού
ἠθοποιέωmould the character of: imperf ind mp 2nd sg (attic)ἠθοποιέωmould the character of: pres imperat mp 2nd sg (attic)ἠθοποιέωmould the character of: imperf ind mp 2nd sg (attic)ἠθοποιόςforming character: masc /fem /neut gen sg -
18 ἠθοποιοῦ
ἠθοποιέωmould the character of: imperf ind mp 2nd sg (attic)ἠθοποιέωmould the character of: pres imperat mp 2nd sg (attic)ἠθοποιέωmould the character of: imperf ind mp 2nd sg (attic)ἠθοποιόςforming character: masc /fem /neut gen sg -
19 ηθοποιούς
-
20 ἠθοποιούς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἠθοποιός — forming character masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
ηθοποιός — ο, η 1. καλλιτέχνης που υποδύεται διάφορα πρόσωπα στο θέατρο και στον κινηματογράφο: Σωματείο ηθοποιών. 2. ανειλικρινής άνθρωπος, υποκριτής: Τέτοιος ηθοποιός που είσαι, πώς να πιστέψω ότι πραγματικά μετάνιωσες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κωμικός — Ηθοποιός που ερμηνεύει κωμικούς ρόλους. Ενώ η τέχνη της πρόκλησης του γέλιου στο κοινό έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, ο γνήσιος τύπος του κ., ολοκληρωμένος και με σαφώς καθορισμένο χαρακτήρα, συναντάται μόνο στον πιο ταιριαστό σε αυτόν… … Dictionary of Greek
Γαληνέα, Νόνικα — Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Από τις λαμπερές και μαζί πιο σεμνές παρουσίες κυρίως του θεάτρου και δευτερευόντως της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, για πολλά χρόνια υπήρξε ζευγάρι στη ζωή και τη σκηνή με τον Αλέκο Αλεξανδράκη … Dictionary of Greek
Σίσυφος, Αθανάσιος — Ηθοποιός, ο οποίος άκμασε στα πρώτα χρόνια του νεοελληνικού θεάτρου (1824 1891). Είχε έμφυτη κλίση για το θέατρο, ανέβηκε δε για πρώτη φορά στη σκηνή το 1850. Το πρώτο πρόσωπο που υποδύθηκε ήταν του Κουτεντιάδη στον Αγαθόπουλο του Μολιέρου, που… … Dictionary of Greek
ἠθοποιόν — ἠθοποιός forming character masc/fem acc sg ἠθοποιός forming character neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεν-πρεμιέ — ηθοποιός κατάλληλος να παίζει ρόλους γοητευτικού νέου άνδρα, συνήθως εραστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. jeune premier] … Dictionary of Greek
Παπαθανασίου, Ασπασία — Ηθοποιός. Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή στις αρχές της Κατοχής με τους θιάσους Μαρίκας Κοτοπούλη και Κατερίνας. Παράλληλα πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση στις γραμμές του EAM και διετέλεσε… … Dictionary of Greek
Στεφάνου, Βασιλεία — Ηθοποιός (1875 1943). Πρωτοεμφανίστηκε το 1897 και διακρίθηκε ως τραγωδός. Όταν ιδρύθηκε το Εθνικό θέατρο, (τότε Βασιλικό), προσλήφθηκε ως πρωταγωνίστρια. Οι αξιολογότερες ερμηνείες της ήταν στην τραγωδία Μερόπη του Δ. Βερναρδάκη και στο Όνειρο… … Dictionary of Greek
ἠθοποιούς — ἠθοποιός forming character masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)