-
1 βροχή
η прям., перен. дождь;ραγδαία βροχ — проливной дождь, ливень;
ψιλή βροχ — мелкий дождь;
νερό της βροχής — дождевая вода;
σύννεφο της βροχής — дождевая туча;
πέσανε βροχή οι ακρίδες — саранча налетела тучей;
-
2 ραγδαίος
αία, ο[ν] сильный, мощный; бурный, буйный; неудержимый, стремительный; резкий;ραγδαία βροχή — проливной дождь
См. также в других словарях:
βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… … Dictionary of Greek
ραγδαίος — α, ο / ῥαγδαῑος, α, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται, εκδηλώνεται ή επέρχεται με σφοδρότητα και σε μεγάλη ποσότητα, σφοδρός, ορμητικός, ισχυρός, καταρρακτώδης (α. «ραγδαία βροχή» β. «ῥαγδαῑον ὕδωρ», Αριστοτ.) νεοελλ. συνεκδ. 1. αυτός που συμβαίνει… … Dictionary of Greek
νιφάδα — η (ΑΜ νιφάς, άδος) καθένα από τα κρυσταλλικά κομμάτια χιονιού που αιωρείται και πέφτει στη γη, τουλούπα αρχ. 1. (με περιλπτ. σημ.) χιόνι («ὡς δ ὅτ ἂν ἐκ νεφέων πτῆται νιφὰς ἠέ χάλαζα ψυχρὴ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. καθετί… … Dictionary of Greek
ομβροκτύπος — ὀμβροκτύπος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που συνοδεύεται από ραγδαία βροχή («αἱ δὲ κεροτυπούμεναι βίᾳ χειμῶνι τυφῶ σὺν ζάλῃ τ ὀμβροκτύπῳ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + κτύπος] … Dictionary of Greek
ραγδαίος — α, ο επίρρ. α 1. ορμητικός, σφοδρός: Άρχισε να πέφτει ραγδαία βροχή. 2. απότομος, γρήγορος: Στο χρηματιστήριο σημειώθηκε ραγδαία πτώση των βιομηχανικών αξιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταιγίδα — Τοπική ανώμαλη και ισχυρή ατμοσφαιρική διατάραξη, που χαρακτηρίζεται από ραγδαίες βροχές (πολλές φορές και από χαλάζι), ισχυρούς ανέμους, ισχυρές ηλεκτρικές εκκενώσεις (αστραπές με βροντές) και βαριά νέφωση. Η κ. δημιουργείται εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
ομβρηγενής — ὀμβρηγενής, ές (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που γεννήθηκε από τη βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + γενής (< γένος). Το συνδετικό φωνήεν η οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
ομβρολυτώ — ὀμβρολυτῶ, έω (Α) αφήνω κάτι να τρέξει σαν βροχή, εκχύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + λυτῶ (< λυτός), πρβλ. ακρο λυτώ, χρεω λυτώ] … Dictionary of Greek
ομβροποιός — ὀμβροποιός, όν (Α) αυτός που φέρνει ή που στέλνει βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + ποιός*] … Dictionary of Greek
ομβροτόκος — ὀμβροτόκος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που παράγει, που φέρνει βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + τόκος (< τόκος < τίκτω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] … Dictionary of Greek
ομβροφόρος — α, ο (ΑΜ ὀμβροφόρος, ον) (συν. για νέφος και άνεμο) αυτός που φέρνει, που προκαλεί βροχή («βροντῇ στεροπῇ τ ὀμβροφόροισιν τ ἀνέμοις», Αισχύλ.) αρχ. φρ. «ὀμβροφόροι παρθένοι» οι νεφέλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + φόρος*] … Dictionary of Greek