Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

η+ποίηση

  • 1 poetry

    ποίηση

    English-Greek new dictionary > poetry

  • 2 poetry

    1) (poems in general: He writes poetry.) ποίηση
    2) (the art of composing poems: Poetry comes naturally to some people.) ποίηση

    English-Greek dictionary > poetry

  • 3 Scale

    subs.
    Ar. λεπς, ἡ (used of fish scales in Hdt.).
    In a scale, in order: P. and V. ἐφεξῆς.
    Of a balance: Ar. and P. πλάστιγξ, ἡ.
    Pair of scales: Ar. and V. τλαντον, τό, σταθμός, ὁ, P. ζυγόν, τό, Ar. and P. τρυτνη, ἡ.
    Turn of the scale, met.: P. and V. ῥοπή, ἡ.
    It is right to put our devotion in the past in the scale against our present sin, if after all it has been a sin: P. δίκαιον ἡμῶν τῆς νῦν ἁμαρτίας, εἰ ἄρα ἡμάρτηται, ἀντιθεῖναι τὴν τότε προθυμίαν (Thuc. 3, 56).
    When you throw money into one side of the scale it at once carries with it and weighs down the judgment to its own side: P. ὅταν ἐπὶ θάτερα ὥσπερ εἰς τρυτάνην ἀργύριον προσενέγκῃς οἴχεται φέρον καὶ καθείλκυκε τὸν λογισμὸν ἐφʼ αὑτό (Dem. 60).
    That he may not strengthen either party by throwing his weight into the scale: P. ὅπως μηδετέρους προσθέμενος ἰσχυροτέρους ποιήσῃ (Thuc. 8, 87).
    You throw in a weight too small to turn the scale in favour of your friends: V. σμικρὸν τὸ σὸν σήκωμα προστίθης φίλοις (Eur., Her. 690).
    ——————
    v. trans.
    Weigh: Ar. and P. ἱστναι; see Weigh.
    Scale down: see Reduce.
    Climb: P. and V. περβαίνειν, ἐπιβαίνειν (gen.), ἐπεμβαίνειν, (dat. or ἐπ acc.) (Plat.), Ar. ἐπαναβαίνειν, ἐπι (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Scale

  • 4 Trim

    adj.
    P. and V. κόσμιος, εὔκοσμος, κομψός.
    In trim, ready: P. and V. ἕτοιμος, εὐτρεπής.
    ——————
    v. intrans.
    Clip: P. and V. κείρειν.
    Adorn: P. and V. κοσμεῖν; see Adorn.
    Variegate: P. and V. ποικίλλειν.
    Make equal: P. ἐπανισοῦν.
    Keep upright: P. and V. ὀρθοῦν.
    For the sake of trimming the balance that he might not strengthen either party by throwing his weight into the scale: P. ἀνισώσεως ἕνεκα ὅπως μηδετέρους προσθέμενος ἰσχυροτέρους ποιήσῃ (Thuc. 8, 87).
    Trim a lamp: Ar. λύχνον προβειν (Vesp. 249).
    absol., shift from one party to another: P. ἐπαμφοτερίζειν, αὐτομολεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Trim

См. также в других словарях:

  • ποίηση — Λογοτεχνική σύνθεση στην οποία η έκφραση των αισθημάτων ή των εικόνων, η αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων, ακόμα και η έκθεση επιστημονικών ή φιλοσοφικών αντιλήψεων, επιτυγχάνεται όχι μόνο με τη σημασία των λέξεων και των συνδυασμών… …   Dictionary of Greek

  • ποίηση — η 1. η τέχνη να συνθέτει κανείς ποιήματα: Η ποίηση του Παλαμά. 2. το σύνολο των ποιητικών έργων μιας περιόδου: Η ποίηση κατά την τουρκοκρατία δεν ήταν αξιόλογη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λυρική ποίηση — Ποίηση που εκφράζει κατά άμεσο τρόπο τα υποκειμενικά συναισθήματα, με χαρακτηριστικά μορφής και περιεχομένου που τη διαφοροποιούν από τα άλλα κύρια ποιητικά είδη (έπος και δράμα). Η διάκριση αυτή συνεχίζεται από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • ποιησῇ — ποιέω make fut ind mid 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιήση — ποίησις fabrication fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιήσῃ — ποιήσηι , ποίησις fabrication fem dat sg (epic) ποιέω make aor subj mid 2nd sg ποιέω make aor subj act 3rd sg ποιέω make fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουκολική ποίηση — Είδος ποίησης που εξυμνεί σε δροσερό και αφελές ύφος την απλή και ειρηνική βουκολική και αγροτική ζωή. Η ποίηση αυτή λέγεται και ειδυλλιακή, από τα ποιήματα του κορυφαίου βουκολικού ποιητή Θεόκριτου, τα οποία ονομάστηκαν από τους γραμματικούς… …   Dictionary of Greek

  • διδακτική ποίηση — Ποιητικό είδος που πρωτοεμφανίστηκε στην αρχαιότητα και πραγματεύτηκε θέματα τεχνικού ή επιστημονικού περιεχομένου. Οι απαρχές της δ.π., όπως και της επικής, ήταν θρησκευτικές. Ασχολήθηκε με ποικίλα θέματα και είτε αποσκοπούσε στην ηθική… …   Dictionary of Greek

  • αιολική ποίηση — Η λυρική ποίηση που καλλιέργησαν τα αιολικά φύλα, η οποία ονομαζόταν και μονωδιακή λυρική ποίηση, σε αντίθεση με τη χορική ή δωρική ποίηση. Εκτός από τις ειδικές μορφές μέτρου και μουσικής, την ποίηση αυτή τη διακρίνει και μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • γνωμική ποίηση — Ποιητικό είδος ηθικοδιδακτικού χαρακτήρα, στο οποίο οι ηθικές παραινέσεις δίνονται αποφθεγματικά και για τον λόγο αυτό ξεχωρίζει από τη διδακτική ποίηση. Τα πρώτα διδάγματα γ.π. τα συναντάμε στον Ησίοδο και αργότερα στον Φωκυλίδη, ο οποίος είχε… …   Dictionary of Greek

  • συγκεκριμένη ποίηση — Εκτός από τη ζωγραφική η έννοια του «συγκεκριμένου» επηρέασε και τον ποιητικό λόγο και, γενικότερα, τη λογοτεχνία. Στην πρώτη χρονολογικά Ανθολογία συγκεκριμένης ποίησης (1983), που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, ο ανθολόγος Κ. Γιαννουλόπουλος, ανάμεσα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»