-
1 gently
μαλακά -
2 мягкий
επ., βρ: -ток, -гка, -гко; мягче;1. μαλακός, απαλός•мягкий как пух απαλός σαν πούπουλο•
мягкий хлеб μαλακό ψωμί•
-ое железо μαλακό σίδερο.
2. τρυφερός, αβρός•-ие женские руки τρυφερά γυναικεία χέρια.
|| σιγανός ήσυχος ελαφρός.3. ομαλός• ευχάριστος χαριτωμένος.4. μτφ. πράος• ήπιος ήρεμος•мягкий климат ήπιο κλίμα•
мягкий характер μαλακός χαρακτήρας.
5. επιεικής, συγκαταβατικός, καλόβουλος•мягкий человек μαλακός άνθρωπος.
εκφρ.- ая вода – μαλακό νερό (που διαλύεται εύκολα το σαπούνι κ. άλ.)•- ая мебель – μαλακά έπιπλα (καθίσματα, ντιβάνι κλπ.)- ие складки – φυσικές δίπλες•- ие согласные – (γλωσ.) μαλακά σύμφωνα. -
3 панты
мн. τα μαλακά κέρατα (π.χ των ελαφιών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > панты
-
4 сальник
1. тех. о στυπιοθλίπτηςдейдвудный мор. - στορέωςжид-коплотный - см. водоплотный -2. анат. το περιτόναιο, το επίπλουν.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сальник
-
5 мягко
мягк||онареч1. μαλακά, τρυφερά·2. (не резко) ἀπαλά, ήπια·3. (не строго) μέ λεπτότητα. -
6 нежно
нежн||онареч τρυφερά [-ῶς], στοργικά (ласково)/ μαλακά, ἀπαλά, (мягко). -
7 putt
((in golf) to send a ball gently forward when aiming for the hole.) χτυπώ την μπάλα μαλακά- putter -
8 softly
adverb μαλακά,απαλά -
9 мягко
επίρ.μαλάκα, απαλά• ήπια κλπ.,επ. мягко выражаясь (παρνθ. λ.) για να εκφραστώ επιεικά. -
10 нетвёрдо
επίρ.όχι σκληρά• μαλακά κλπ. επ. -
11 панты
-ов πλθ. μαλακά κέρατα ελαφιών (από τα οποία παρασκευάζονται φάρμακα). -
12 потакать
ρ.δ. φέρνομαι επιεικά, μαλακά, χαλαρά ενδίδω.
См. также в других словарях:
μαλακά — μαλακός soft neut nom/voc/acc pl μαλακά̱ , μαλακός soft fem nom/voc/acc dual μαλακά̱ , μαλακός soft fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλάκα — (Malacca). Χερσόνησος (μήκος 1.120 χλμ.) της Μαλαισίας. Πρόκειται για μια μακριά και στενή γλώσσα γης της νοτιοανατολικής Ασίας, που καταλαμβάνει έκταση περίπου 200.000 χλμ. Εκτείνεται ανάμεσα στη θάλασσα των Aνταμάν, στον κόλπο του Σιάμ… … Dictionary of Greek
Μαλάκα, πορθμός της- — (Malacca). Πορθμός (μέγιστο μήκος 800 χλμ., πλάτος 55 300 χλμ., μέγιστο βάθος 200 μ.) της νοτιοανατολικής Ασίας, ανάμεσα στη χερσόνησο της Μαλάκα, τη Σουμάτρα, τη θάλασσα των Ανταμάν και τη Νότια Κινεζική θάλασσα. Εκβάλλουν σε αυτόν ποταμοί με… … Dictionary of Greek
μαλακά — (Malacca). Χερσόνησος (μήκος 1.120 χλμ.) της Μαλαισίας. Πρόκειται για μια μακριά και στενή γλώσσα γης της νοτιοανατολικής Ασίας, που καταλαμβάνει έκταση περίπου 200.000 χλμ. Εκτείνεται ανάμεσα στη θάλασσα των Aνταμάν, στον κόλπο του Σιάμ… … Dictionary of Greek
Μαλάκα ή Μελάκα — (Malacca ή Melaka). Πόλη (369.222 κάτ. το 2000) της δυτικής Μαλαισίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου ομοσπονδιακού κράτους (1.652 τ. χλμ., 635.791 κάτ. το 2000), χτισμένη στη νοτιοδυτική ακτή της ομώνυμης χερσονήσου. Το λιμάνι της παρουσιάζει έντονη… … Dictionary of Greek
μαλακᾷ — μαλακός soft fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλάκ' — μαλακά , μαλακός soft neut nom/voc/acc pl μαλακά̱ , μαλακός soft fem nom/voc/acc dual μαλακά̱ , μαλακός soft fem nom/voc sg (doric aeolic) μαλακέ , μαλακός soft masc voc sg μαλακαί , μαλακός soft fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακάν — μαλακά̱ν , μαλακός soft fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακάς — μαλακά̱ς , μαλακός soft fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek