-
1 ζόρι
[зори] ουσ. о. трудность, затруднение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζόρι
-
2 выдавить
выдавитьсов, выдавливать несов1. (выжимать) στίβω, ἐκθλίβω, ἐκπιέζω, συνθλίβω, ζουλώ·2. перен κάνω, βγάζω κάτι μέ τό ζόρι:выдавить улыбку χαμογελώ μέ τό ζόρι· выдавить слезу́ βγάζω μέ τό ζόρι Ενα δάκρυ·3. (выломать) ρίχνω, γκρεμίζω:\выдавить стекло́ а) σπάζω τό τζάμι (оконное), б) σπάζω τά γυαλιά (очков). -
3 захватывать
1. (воду, воздух, пыль, газ и тп.) κατακρατώ 2. (при помощи механизма) πιάνω, αρπάζω 3. (ядерные частицы) παγιδεύω 4. (охватывать) αγκαλιάζω 5. (схва-тывать, зажимать) αρπάζω 6. (брать силой) παίρνω (με τη βία/το ζόρι).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > захватывать
-
4 вымученный
вымученный1. прич. от вымучить·2. прил (о словах, признании) ἀποσπασμένος, μέ τό ζόρι, μέ τό στανιό·3. прил перен (надуманный) ἐπιτηδευμένος, ἐξεζητημένος, ἐπίπονος. -
5 из-под
из-подпредлог с род. п.1. (откуда) Ιΐπό) κάτω, κάτωθεν:\из-под стола (ἀπό) κάτω ἀπ' τό τραπέζι·2. (для) γιά, διά, ἀπό:коробка \из-под конфет κουτί ἀπό καραμέλλες· ◊ -носу разг κάτω ἀπ' τήν μύτη· \из-под па́лки разг μέ τό ζόρι, μέ τό στανιό. -
6 насильно
наси́ль||нонареч μέ τή βία, βιαίως, διά τής βίας, ὑποχρεωτικά, ἀναγκαστικά:\насильноно мил не будешь погов. ἡ ἀγάπη μέ τό ζόρι δέν γίνεται. -
7 нахрапом
нахрапомнареч разг μέ τόλμη, μέ τό ζόρι:действовать \нахрапом ἐνεργῶ μέ θράσος. -
8 нехотя
нехотянареч ἀπρόθυμα, ἀπροθύμως, μέ τό ζόρι, μέ τό στανιό:\нехотя есть τρώγω ἀνόρεχτα· \нехотя делать что́-л. κάνω κάτι μέ τό στανιό. -
9 палка
палк||аж ἡ βέργα, τό ραβδί, ἡ ράβδος/ τό μπαστοῦνι (трость) / τό σκουπόξυλο (у метлы, щетки и т. п.):бить кого-л, \палкаой ξυλίζω, χτυπώ μέ τό ραβδί· уда́р \палкаой ἡ μπαστούνιἀ· ◊ ставить \палкаи в колеса βάζω ἐμπόδια, βάζω τρικλοποδιές· из под \палкаи μέ τό ζόρι, μέ τό στανιό· перегибать \палкау τό παρακάνω, ξεπερνώ τά ὅρια. -
10 сила
си́л||аж в разн. знач. ἡ δύναμη [-ις] (тж. черен.), ἡ ἰσχύς (тж. юр.), ἤ ρώμη, τό σθένος:богатырская \сила ἡ πα-ληκαρἡσια δύναμη· \сила во́ли ἡ δύναμη θέλησης· \сила притяжения ἡ δύναμη τής ἔλξεως· \сила сцепления ἡ συνάφεια· центробежная \сила ἡ φυγόκεντρη (ἡ κεντρό-φυξ) δύναμη· лошадиная \сила физ. ἡ ἰπ-ποδύναμις, ὁ ίππος· производительные \силаы эк. οἱ παραγωγικές δυνάμεις· движущие \силаы οἱ κινητήριες δυνάμεις· вооруженные \силаы οἱ Ενοπλες δυνάμεις· военно-возду́шные \силаы οἱ ἀεροπορικές δυνάμεις· закон обратной \силаы не имеет ὁ νόμος δέν ἐχει ἀναδρομική ἰσχύ· в расцвете сил στήν ἀκμή των δυνάμεων изо всех сил μέ ὅλες τίς δυνάμεις· полный сил πλήρης δυνάμεων общими \силаами μέ κοινές προσπάθειες· выбиться из сил ἐξαντλούμαι, κατασκοτώνομαι· ударить с \силаой κτυπώ μέ δύναμη· знать свои́ \силаы γνωρίζω τίς δυνάμεις μου· быть в \силаах ἔχω τήν δύναμη· не в \силаах что́-л. сделать δέν ἔχω τήν δύναμη νά κάνω τίποτε· это сверх моих сил αὐτό εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μου, εἶναι ἀνώτερο τῶν δυνάμεων μου· войти́ в \силау (о документе, законе и т. п.) ἀρχίζω νά ίσχύω, τίθεμαι ἐν ίσχὔί· документ, имеюший \силау πιστοποιητικό πού ἰσχύει, τό ἐγκυρο πιστοποιητικό· оставить в \силае (о судебном решении) ἐπικυρώ, ἐπιβεβαιώ· лиши́ть \силаы (документ, закон и т. п.) ἀκυρώνω, ἀκυρῶ· ◊ в \силау привычки ἀπό συνήθεια· в \силау обстоятельств λόγω τῶν περιστάσεων в \силау закона βάσει τοῦ νόμου, δυνάμει τοῦ νόμου· рабочая \сила ἡ ἐργατική δύναμη· от \силаы разг τό πολύ πολύ· \силаой μέ τό ζόρι, διά τής βίας, ἀναγκα-στικώς. -
11 туго
ту́г||о1. нареч σφιχτά/ γεμάτα, παραγεμισμένα, φουσκωμένα (плотно):\туго набитый кошелек τό γεμδτο πουγγί·2. нареч (с трудом) δύσκολα, δυσκόλως, μέ κόπο, μέ ζόρι:работа подвигается \туго ἡ δουλειά προχωρεί μέ δυσκολία·3. предик безл (плохо):мне приходится \туго τά βρίσκω σκοῦρα, τά βρίσκω μπαστούνια· с деньгами у меня сеи́час очень \туго εἶμαι πολύ στενοχωρημένος οἰκονο-μικά. -
12 тянуть
тян||у́тьнесов1. τραβώ/ ἀπλώνω, τοποθετώ (прокладывать):\тянуть кого́-л. за руку τραβώ ἀπό τό χέρι· \тянуть кабель τοποθετώ καλώδιο·2. (вести за собой силой) ἔλκω/ ρυμουλκώ (на буксире):пароход тянет баржу τό ἀτμόπλοιο ρυμουλκεί τήν μαούνα·3. (протягивать) τείνω, τεντώνω:\тянуть ру́ку к звонку́ ἀπλώνω τό χέρι μου στό κουδούνι· \тянуть шею τεντώνω τό λαιμό·4. (медленно произносить) σέρνω:\тянуть слова́ σέρνω τά λόγια·5. (медлить) παρατραβώ κάτι:\тянуть дело παρατραβώ τήν ὑπόθεση· \тянуть время χρονοτριβώ·6. (звать) разг τραβώ:его́ никто си́лой не тянет κανείς δέν τόν τραβἄ μέ τό ζόρι·7. (влечь):меня (его) тянет μέ (τόν) τραβᾶ κάτι, ἐπιθυμώ κάτι· меня́ тянет за город ἐπεθύμησα νά πάω ἐξοχή· его тя́нет ко сну́ θέλει νά κοιμηθεί·8. (весить) ζυγίζω·9. (выделывать\тянуть о проволоке) συρματοποιώ·10. перен (вымогать \тянуть о деньгах и т. п.) παίρνω, τσιμπώ:\тянуть все жилы из кого-л. ξεζουμίζω κάποιον11. (о трубе, дымоходе) τραβώ·12. (вбирать, всасывать) είσπνέω, ρουφώ:\тянуть через соломинку ρουφώ μέ καλαμάκι·13. безл (о струе воздуха, о запахе):тя́нет холодом от окна́ μπάζει κρύο ἀπ' τό παράθυρο· тянет сыростью ἔρχεται ὑγρασία· ◊ \тянуть жребий τραβώ κλήρο· \тянуть карту из коло́ды τραβῶ χαρτί· \тянуть за душу кого́-л., \тянуть ду́шу из кого́-л. βγάζω τήν ψυχή κάποιου· \тянуть за язык τραβώ ἀπ· τή γλώσσα, ὑποχρεώνω κάποιον νά μιλήσει· его́ за язык никто не тянет κανείς δέν τόν ὑποχρεώνει νά μιλήσει· е́ле но́ги \тянуть μόλις σέρνω τά πόδια του· \тянуть все ту же песню ἐπαναλαμβάνω τά ἰδια καί τά ἰδια· \тянуть на поводу́ σέρνω ἀπό πίσω μου· \тянуть слабого ученика́ βοηθώ τόν καθυστεροῦντα μαθητή· тянет в плечах (об одежде) σφίγγει στίς πλατες. -
13 усмехаться
усмехатьсянесов, усмехнуться сов μειδιώ, (χαμο)γελώ:криво \усмехаться (χαμο)γελῶ μέ τό ζόρι· горько \усмехаться γελώ πικρά. -
14 ухо
у́х||ос τό ἀφτί, τό αὐτί, τό ούς:на-ру́жное (среднее) \ухо τό ἔξω (то μέσον) οὐς· воспаление \ухоа ἡ ὠτΐτις· заткну́ть у́ши βουλώνω τ' αὐτιά· отодрать за уши τραβώ τ' αὐτιά· ◊ туго́й на ухо βαρύκο-ος· быть тугим на ухо βαρυακούω· говорить кому́-л. на́ ухо ψιθυρίζω κάτι στό ἀφτί· во все у́ши слу́шать εἶμαι ὅλος αὐτιά· пропустить мимо ушей κάνω πώς δέν ἀκούω, κάνω τόν κουφό· держать \ухо востро́ ἔχω τά μάτια μου τέσσερα· навострить у́ши τσιτώνω τ' ἀφτιά, εἶμαι ὅλος ἀφτιά· протрубить (прожужжать) все у́ши кому-л. τρώγω κάποιου τ' αὐτιά μέ τήν πολυλογία μου· в одно́ \ухо входит, в другое выходит ἀπ' τό ἕνα αὐτἰ μπαίνει καί ἀπό τ' ἄλλο βγαίνει· он и \ухоом не ведет καρφί δέν μοῦ καίεται, δέν μέ μέλει· \ухо (у́ши) дерет τρυπδ τά ἀφτιά· у́ши вя́иут κοκκινίζουν τ' ἀφτιά ἀπό ντροπή· дойти до чьи́х-л. ушей φτάνω στ' ἀφτιά· не верить свои́м уша́м δέν πιστεύω τ' αὐτιά μου· не видать как своих ушей δέν πρόκειται νά τό δεις ποτέ· быть по уши в долгу́ εἶμαι πνιγμένος στά χρέη, εἶμαι βουτηγμένος στά χρέη· быть влюбленным по́ уши εἶμαι τρελλά. ἐρωτευμένος· слышать кра́ем \ухоа κάτι πήρε τ' αὐτι μου· за́ уши тащить кого-л. μέ τό ζόρι προωθώ κάποιον хлопать уша́ми ἀκούω χωρίς νά καταλαβαίνω τίποτε· дать в \ухо, дать по уху груб. κτυπώ κάποιον στ' αὐτιά. -
15 нахрапом
[ναχράπαμ] εχίρ. με τόλμη, με ζόρι -
16 нахрапом
[ναχράπαμ] εχίρ με τόλμη, με ζόρι -
17 волей-неволей
επίρ.θέλοντας μη θέλοντας, με το ζόρι, με το στανιό, εκών-άκων. -
18 вымучить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вымученный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. παλ. αποκτώ, βγάζω με το ζόρι, με βάσανα, αποσπώ βίαια.2. φτιάχνω, βγάζω με δυσκολία•еле он -ит из себя стишки με μεγάλη δυσκολία θα μπορέσει αυτός να φτιάσει στιχάκια.
-
19 женить
женю, женишь, ρ.δ.κ.σ.μ. παντρεύω, συζευγνύω•женить насильно παντρεύω με το ζόρι.
εκφρ.без меня -ли – παρμ. έπραξαν, ενήργησαν χωρίς να με ρωτήσουν (πίσω από τίς πλάτες μου).παντρεύομαι, νυμφεύομαι. -
20 из-под
κ. из-подо (πρόθεση με γεν.).1. σημαίνει το κάτω μέρος απ όπου αρχίζει η κίνηση, ενέργεια από κάτω (απο)•мальчик вылез из-под стола το αγόρι βγήκε από κάτω από το τραπέζι.
2. από τα πέριξ•он приехал из-под Москвы αυτός ήρθε από τα πέριξ της Μόσχας.
3. (σημαίνει αλλαγή) απο•освободить из-под слдствия απαλλάσσω από την ανάκριση•
вывести из-под удара αποφεύγω το χτύπημα•
выйти из-под влияния απαλλάσσομαι από την επίδραση•
выйти из-под стрижи δε φρουρούμαι πια.
4. (σημαίνει δοχείο από προηγούμενη χρήση ή για χρήση) από•бутылка из-под молоки μπουκάλι από γάλα•
метки из-под муки τσουβάλια από αλεύρι•
бсшка из-под варенья βάζο από γλυκό.
εκφρ.из-под носа – κάτω από τη μύτη (πλησιέστατα)•из-под полки – με το παλούκι (με το στανιό, με το ζόρι).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ζόρι — το 1. άσκηση πίεσης, βία, καταναγκασμός 2. δυσκολία, δυσχέρεια, αντίσταση («τά βρήκα ζόρι» βρήκα δυσκολίες). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zor] … Dictionary of Greek
ζόρι — το πληθ. ζόρια, τα (λ. τουρκ.) 1. δυσκολία: Βρήκε τα ζόρια. 2. βία: Θα φας το φαγητό με το ζόρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζορίζω — [ζόρι] 1. πιέζω, καταναγκάζω 2. φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση, στενοχωρώ … Dictionary of Greek
ζορεύω — [ζόρι] ζορίζω* … Dictionary of Greek
ζόρικος — η, ο [ζόρι] 1. κουραστικός, δύσκολος («τα πράγματα είναι πολύ ζόρικα») 2. (για πρόσ.) δύστροπος, στριμμένος, ανάποδος, ατίθασος («ζόρικο παιδί»). επίρρ... ζόρικα με πολύ ζόρι, με δυσκολία … Dictionary of Greek
Dimitris Nikolaidis — For other uses, see Nikolaidis. Dimitris Nikolaidis Born 1922 Asia Minor (now Turkey) Died January 1993 Athens, Greece … Wikipedia
ζόρεμα — το [ζορεύω] ζόρισμα, ζόρι, αναγκασμός, πίεση … Dictionary of Greek
μη — και, πριν από φωνήεν ή πριν από τα σύμφωνα κ, π, τ, ξ, ψ, μην (ΑΜ μή και μήν, Α ηλειακός τ. μά) (αρνητικό μόριο που συνοδεύει ρηματικούς ή ονοματικούς τύπους και δηλώνει βούληση, απόρριψη, σχετικότητα, υποκειμενικότητα, σε αντιδιαστολή προς το οὐ … Dictionary of Greek
παντρειά — και παντριά, η 1. νόμιμη σύζευξη άνδρα και γυναίκας, γάμος 2. φρ. α) «είναι τής παντρειάς» βρίσκεται σε ηλικία γάμου β) «με το ζόρι παντρειά» λέγεται για καθετί που επιβάλλεται με τη βία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὑπανδρειά < ὑπανδρεύω, με σίγηση τού … Dictionary of Greek
στανιό — το, Ν 1. ως επίθ. ακούσιος, αυτός που γίνεται παρά τη θέληση κάποιου («στανιό στεφάνι» γάμος ακούσιος, με εξαναγκασμό) 2. εξαναγκασμός, καταναγκασμός, ζόρι 3. φρ. «με το στανιό» ακούσια, με τη βία, καταναγκαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν… … Dictionary of Greek
στανιώς — Ν [στανιό] με το στανιό, με το ζόρι … Dictionary of Greek