Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
ζωστός
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ζωστός — girded masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωστός — ή, ό (AM ζωστός, ή, όν) ο ζωσμένος («ζωστό ξίφος») μσν. το θηλ. ως ουσ. (στο Βυζ.) ἡ ζωστή τίτλος και αξίωμα τών δεσποινών τής βασιλικής αυλής τών οποίων έργο ήταν να ντύνουν και να καλλωπίζουν τη βασίλισσα, η κοσμήτρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. σε… … Dictionary of Greek
ζωστά — ζωστός girded neut nom/voc/acc pl ζωστά̱ , ζωστός girded fem nom/voc/acc dual ζωστά̱ , ζωστός girded fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωστόν — ζωστός girded masc acc sg ζωστός girded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωσταί — ζωστός girded fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωστοῦ — ζωστός girded masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωστούς — ζωστός girded masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωστῆς — ζωστός girded fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωστή — ζωστός girded fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωστήν — ζωστός girded fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυματόζωστος — η, ο αυτός που περιβάλλεται από κύματα («κυματόζωστο νησί», Εφταλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + ζωστος (< ζώνω), πρβλ. θαλασσό ζωστος, σφιχτό ζωστος] … Dictionary of Greek