-
1 ζωοτρόφος
[зоотрофос] ουσ. а. животновод.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζωοτρόφος
-
2 животновод
ο κτηνοτρόφος, ο ζωοτρόφος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > животновод
-
3 животновод
животноводм ὁ κτηνοτρόφος, ὁ ζωοτρόφος. -
4 животновод
-а α.κτηνοτρόφος, ζωοτρόφος. -
5 скотник
-а α. -ца, -ы θ.ζωοτρόφος, κτηνοτρόφος (που περιποειται τα ζώα). || σταύ-λος, κτηνοστάσιο. -
6 скотовод
-а α.κτηνοτρόφος, ζωοτρόφος.
См. также в других словарях:
ζωοτρόφος — (I) ζωοτρόφος, ον (Α) (για το γάλα) ζωοποιός, θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο τρόφος, κτηνο τρόφος]. (II) ο (Α ζῳοτρόφος, ον) αυτός που τρέφει ζώα, που παράγει και συντηρεί ζώα, κτηνοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ζωοτρόφος — ο αυτός που διατρέφει ζώα, ο κτηνοτρόφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζῳοτρόφοιο — ζῳότροφος nourishing animals. masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
ζωοτροφία — (I) η (Μ ζωοτροφία) [ζωοτρόφος (Ι)] η αναγκαία τροφή για τη συντήρηση τής ζωής νεοελλ. στον πληθ. οι ζωοτροφίες τα τρόφιμα που συντελούν στη συντήρηση τής ζωής, τα αναγκαία προς το ζην μσν. 1. ο ανεφοδιασμός 2. συσσίτιο. (II) η (AM ζῳοτροφία)… … Dictionary of Greek
ζωοτροφώ — (I) (Μ ζωοτροφῶ, έω) [ζωοτρόφος (Ι)] εφοδιάζω κάποιον με τρόφιμα, παρέχω ζωοτροφίες μσν. μέσ. ζωοτροφούμαι, έομαι τρέφομαι, συντηρούμαι. (II) (AM ζωοτροφῶ, έω) [ζωοτρόφος (ΙΙ)] τρέφω ζώα, συντηρώ ζώα, επιδίδομαι στη ζωοπαραγωγή αρχ. 1. τρέφω ή… … Dictionary of Greek
ζωοτροφείο — το (Α ζωοτροφεῑον) [ζωοτρόφος] ο τόπος όπου διατρέφονται ζώα … Dictionary of Greek
ԿԵՆԴԱՆԱՍՈՒՆ — ( ) NBH 1 1086 Chronological Sequence: 6c ա. ζωοτρόφος, ζωοτροφικός ad alenda animalia accommodatus. Սնուցանելով պահօղ ʼի կենդանութեան. Բուծանօղ. սննդարար. *Մարմին՝ կենդանասուն օդով միշտ յղփացեալ, եւ զսա ծծելով. Փիլ. նխ. ՟ա … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)