-
1 ζωηρός
[зоирос] εκ. живой, жизнерадостный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζωηρός
-
2 бодрый
-
3 бойкий
бойкий 1) (смелый) τολμη ρός 2) (оживлённый) ζωηρός· \бойкийая торговля η καλή αγορά* * *1) ( смелый) τολμηρός2) ( оживлённый) ζωηρόςбо́йкая торго́вля — η καλή αγορά
-
4 живой
живой 1) ζωντανός \живой и невредимый σώος και αβλαβής 2) (оживлённый) ζωηρός ◇ \живойые цветы τα φυσικά λου λούδια* * *1) ζωντανόςживо́й и невреди́мый — σώος και αβλαβής
2) ( оживлённый) ζωηρός••живы́е цветы́ — τα φυσικά λουλούδια
-
5 жизнерадостный
жизнерадостный ζωηρός πρόσχαρος, χαρούμενος (весе лый)* * *ζωηρός; πρόσχαρος, χαρούμενος ( весёлый) -
6 свежий
свеж||ийприл1. φρέσκος, νωπός:\свежийее мясо τό νωπό (или τό φρέσκο) κρέας· \свежий хлеб τό φρέσκο ψωμί·2. (чистый, прохладный) δροσερός, καθαρός:на \свежийем воздухе στήν ὕπαιθρο, στον καθαρό ἀέρα·3. (холодный) δροσερός, ψυχρός:на дворе \свежийо (ἔξω) κάνει δροσιά (или κάνει ψύχρα), εἶναι δροσερός ὁ καιρός· \свежий ветер прям., перен ὁ δροσερός ἀνεμος, ἡ ἀΰρα·4. (недавний, новый) πρόσφατος, νωπός / перен τελευταίος, πρόσφατος:\свежийая рана ἡ πρόσφατη πληγή· \свежий след τό νωπό Ιχνος· \свежий номер журнала τό τελευταίο (или τό πρόσφατο) τεύχος περιοδικού· \свежийие новости οἱ τελευταίες εἰδήσεις·5. (чистый, вымытый) разг φρεσκοπλυμένος:\свежийее белье καθαρά ἀσπρόρρουχα·6. перен (яркий, не блеклый) ζωηρός, χτυπητός:\свежий цвет лица φρεσκάδα τοδ προσώπου· \свежийие краски ζωηρά χρώματα·7. (бодрый) ζωηρός/ φρέσκος, δροσερός (моложавый)/ ξεκού· ραστος (отдохнувший):со \свежийими силами μέ καινούργιες δυνάμεις· ◊ \свежий человек καινούργιος ἄνθρωπος· \свежийая мысль ἡ καινούργια ιδέα. -
7 живучий
επ., βρ: -вуч, -а, -е.1. ζωηρός, δραστήριος, ενεργητικός•-ая женщина δραστήρια γυναίκα (γοργόνα).
2. μτφ. σταθερός, γερός• ζωηρός, σφριγηλός. -
8 подвижной, подвижный
1. (способный двигаться, перемещающийся) κινητός, κινούμενος 2. (отличающийся живостью, быстротой движений) ευκίνητος, κινητικός, γρήγορος, ζωηρός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подвижной, подвижный
-
9 бодрый
бодр||ыйприл ζωηρός, σφριγηλός/ δροσερός, φρέσκος (свежий)/ ρωμαλέος, ἀκμαίος (сильный)/ θαλερός (о старике):\бодрый вид τό δροσερό πρόσωπο; \бодрыйое настроение ἡ ζωηρή διάθεση; \бодрый духом σθεναρός. -
10 бойкий
бойк||ийприл καπάτσος/ τολμηρός (смелый)/ ζωηρός, εὐστροφος (живой, быстрый)/ ἐτοιμόλογος (υ речи):человек \бойкий на язык ἄνθρωπος ἐτοιμόλογος; \бойкийая торговля τό ζωηρό ἐμπόριο; ◊ на \бойкийом месте σέ πολυσύχναστο μέρος, σέ τόπο μέ ζωηρή κίνηση. -
11 браво
бравомежд εὐγε!, μπράβο! бравурный прил ζωηρός, ἐνθουσι-ώδικος [-ης]:\браво марш τό ζωηρό ἐμβατήριο, бравый прил τολμηρός, θαρραλέος, παλληκαρήσιος. -
12 вертлявый
вертлявыйприл разг ζωηρός, ἀεικίνητος, ἀνήσυχος. -
13 живой
жив||ойприл1. ζωντανός:\живойое существо́ τό ζωντανό πλάσμα· \живой пример τό ζωντανό παράδειγμα· жив и здоров σῶος καί ὑγιής·2. (полный жизни, подвижный) ζωηρός:\живой ребенок (ум) τό ζωηρό παιδάκι (πνεῦμα)· \живойые глаза τά ζωηρά μάτια· \живойо́е воспоминание (воображение) ἡ ζωηρή ἀνάμνηση (φαντασία)· принимать \живойо́е участие в чем-л. παίρνω δραστήριο μέρος σέ κάτι· ◊ \живой язык ἡ ζωντανή γλώσσα· \живойые цвети τά φυσικά ἄνθη· \живойые краски ζωηρά χρώματα· задеть кого́-л. за \живойо́е πειράζω πολύ, συγκινώ βαθειἄ на \живойу́ю ийтку τό τρύπωμα· остаться в \живойых μένω ζωντανός, ἐπιζῶ· ни жив ни мертв разг μέ τήν ψυχή στό στόμα· \живойо́го места нет δέν ἔμεινε оСте ἕνα γερό μέρος στό κορμί μου· ни (одной) \живой души ὁὔτε φυχή. -
14 кнпучий
кнпу́ч||ийприл1. (бурлящий, пенящийся) ἀφρισμένος, ἀφρώδης·2. перен ἐντατικός, ζωηρός:\кнпучийая деятельность ἐντατική δραστηριότητα. -
15 колоритный
колорит||ныйприл ζωηρός, χρωματιστός. -
16 красочностьый
красочность||ыйприл ζωηρός, γλαφυρός / γραφικός (живописный). -
17 оживленный
ожив||ленный1. прич. от оживить·2. прил в разн. знач. ζωηρός:\оживленныйленная беседа ἡ ζωηρή συζήτηση· \оживленныйленная торговля τό ζωηρό ἐμπόριο· \оживленныйленная улица ὁ πολυσύχναστος δρόμος, ὁ δρόμος μέ μεγάλη κίνηση. -
18 подвижной
подвижи||ойприл1. κινητός, εὐκίνητος:\подвижной состав ж.-д. τό τροχαϊον ὑλικόν \подвижнойая цель воен. ὁ κινούμενος στόχος·2. (о человеке) ζωηρός, εὐκίνητος, ἐδ-στροφος:\подвижнойое лицо́τό ζωηρό πρόσωπο· ◊ \подвижнойые игры τά ὑπαίθρια παιχνίδια -
19 проворный
проворныйприл σβέλτος, ἐπιδέξιος, γρήγορος, ζωηρός. -
20 разбитной
разбитнойприл разг σερπετός, ζωηρός (бойкий)/ τετραπέρατος (ловкий).
См. также в других словарях:
ζωηρός — living masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηρός — ή, ό επίρρ. ά 1. γεμάτος ζωή, δραστήριος: Ζωηρός άνθρωπος. 2. έντονος: Ζωηρό χρώμα. – Ζωηρή συζήτηση. 3. άτακτος: Ο μαθητής αυτός είναι πολύ ζωηρός μέσα στην τάξη. 4. ερωτιάρης: Η κόρη του γείτονα είναι λίγο ζωηρή. – Ζωηρός γέρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωηρός — ή, ό (AM ζωηρός, ά, όν) 1. αυτός που έχει σφρίγος, ζωτικότητα, ζωντανός, δραστήριος, ενεργητικός 2. (για πρόσ.) αυτός που δεν δέχεται περιορισμούς, απειθάρχητος, άτακτος 3. αυτός που ρέπει σε ερωτικές περιπέτειες, ερωτιάρης, ερωτύλος 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
Ζωηρός, Αλέξανδρος — (Βηρυτός 1842 – Κωνσταντινούπολη 1917). Γιατρός και λόγιος. Παρακολούθησε για δύο χρόνια μαθήματα στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σπούδασε ιατρική στην Πίζα και στο Παρίσι. Υπήρξε ιδιαίτερος γιατρός των ανακτόρων στην… … Dictionary of Greek
ζωηρά — ζωηρός living neut nom/voc/acc pl ζωηρά̱ , ζωηρός living fem nom/voc/acc dual ζωηρά̱ , ζωηρός living fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηρότερον — ζωηρός living adverbial comp ζωηρός living masc acc comp sg ζωηρός living neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηρόν — ζωηρός living masc acc sg ζωηρός living neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηροῦ — ζωηρός living masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηρεύω — 1. γίνομαι ζωηρός ή ζωηρότερος από ό,τι ήμουν πριν, εμφανίζω ζωηρότητα μεγαλύτερη από πριν, αναζωογονούμαι («το φυτό ζωήρεψε τελευταία») 2. (για ανθρώπους) γίνομαι ευκίνητος, ακμαίος, τονώνομαι, αποκτώ ευεξία 3. (για πνευματική ή ψυχική διάθεση)… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
αράθυμος — η, ο 1. οκνηρός, νωθρός, αμελής 2. ζωηρός 3. αψύς 4. κακότροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αράθυμος με τη σημασία «νωθρός, οκνηρός» < α (προθετ.)* + ράθυμος. Ο τ. ανήκει στις νεοελλ. λέξεις στις οποίες παρατηρείται πρόσθεση φωνήεντος στην αρχή λέξης, που… … Dictionary of Greek