Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ζωηρεύω

  • 1 ζωηρεύω

    [зоирэво] р. оживлять, воодушевлять,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζωηρεύω

  • 2 взбодрить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взбодренный, βρ: -рен, -рена, -рено
    ζωογονώ, ζωηρεύω, δίνω ζωντάνια•

    взбодрить веселыми словами ζωηρεύω με ευθυμόλογα.

    ζωογονούμαι, ζωηρεύω• σφριγώ.

    Большой русско-греческий словарь > взбодрить

  • 3 оживить

    -вли, -вишь, παθ. μτχ. παρλ•θ. χρ. оживленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    1. ξαναζωντανεύω, ανασταίνω. || αναζωογονώ, αναζωπυρώ.
    2. μτφ. ζωηρεύω, ζωντανεύω. || αφυπνίζω, ξυπνώ.
    3. αναστηλώνω, τονώνω, ενδυναμώνω.
    1. παλ. ξαναζωντανεύω, ανασταίνομαι. || αναζωογονούμαι.
    2. αναστηλώνομαι, τονώνομαι, ενδυναμώνω, ζωηρεύω.

    Большой русско-греческий словарь > оживить

  • 4 оживотворить

    ρ.σ.μ. παλ. ζωογονώ, ζωντανεύω, ζωηρεύω.
    ζωογονούμαι, ζωντανεύω, ζωηρεύω.

    Большой русско-греческий словарь > оживотворить

  • 5 раскачать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раскачанный, -чан, -а, -о.
    1. κουνώ, κινώ, ταλαντεύω• λικνίζω•

    раскачать маятник κουνώ το εκκρεμές.

    2. κουνώ στον αέρα.
    3. σείω, δονώ, κλονίζω.
    4. μτφ. ζωηρεύω, διεγείρω, κεντώ.
    1. κουνιέμαι, ταλαντεύομαι.
    2. σείομαι, δονούμαι, κλονίζομαι.
    3. μτφ. ζωηρεύω, γίνομαι ζωηρός.

    Большой русско-греческий словарь > раскачать

  • 6 оживлиться

    ожив||литься
    ζωηρεύω, ζωντανεύω (άμετ.).

    Русско-новогреческий словарь > оживлиться

  • 7 живить

    -влю, -вишь
    ρ.δ.μ.
    ζωογονώ, ζωηρεύω, τονώνω, ενδυναμώνω, εμψυχώνω.

    Большой русско-греческий словарь > живить

  • 8 зажечь

    -жгу, -жжешь, -жгут, παρλθ. χρ. зажег
    -жгла, -жгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заж-женный, βρ: -жжен, жжена
    -жжено
    ρ.σ.μ.
    1. ανάβω•

    зажечь лампу ανάβω τη λάμπα•

    зажечь спичку ανάβω το σπίρτο•

    зажечь свет ανάβω το φως.

    2. μτφ. διεγείρω, τονώνω, ζωηρεύω, ζωπυρώ.
    ανάβω, καίω, φέγγω•
    || εμφανίζομαι φωτεινός. || μτφ. (για μάτια) λάμπω, α-οτράφτω. || εμφανίζομαι (για αισθήματα κλπ.).
    κυριεύομαι, κατέχομαι, ανάβω.

    Большой русско-греческий словарь > зажечь

  • 9 крепить

    -плю, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. креплённый, βρ: -лён, -лена, -лено
    ρ.δ. μ.
    1. στερεώνω, στεργιώνω• συνδέω γερά• δένω στέρεα.
    2. (ναυτ.) μαζεύω τα πανιά.
    3. ενισχύω, δυναμώνω•

    крепить оборону своего отечества ενισχύω την άμυνα της πατρίδας μου.

    || παλ. ζωηρεύω, ζωντανεύω, δίνω ζωντάνια.
    4. προξενώ, προκαλώ δυσκοιλιότητα.
    συγκρατιέμαι. || κάνω κουράγιο στον εαυτό μου. || στερεώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (2,3 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > крепить

  • 10 ожить

    оживу, ожившь, παρλθ. χρ. ожил
    -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. ξαναζωντανεύω, ανασταίνομαι.
    2. μτφ. αναζωογονούμαι αναστηλώνομαι, ενθαρρύνομαι. || ζωντανεύω, ζωηρεύω.
    3. μτφ. αναγεννιέμαι, ξαναγεννιέμαι• επανεμφανίζομαι, επανέρχομαι (για αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > ожить

  • 11 освежить

    -жу, жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. освеженный, βρ: -жен, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. δροσίζω, δροσολογώ, αναψύχω•

    дождь -ил воздух η βροχή δρόσισε τον αέρα.

    2. ζωογονώ, ζωηρεύω, τονώνω, αναστηλώνω. || ξαλαφρώνω, ανακουφίζω.
    3. φρεσκάρω•

    освежить краски в картине φρεσκάρω τα χρώματα στην εικόνα.

    4. ξαναζωντανεύω, ξαναφέρω, επαναφέρω στη μνήμη αναθυμιέμαι, ξαναθυμιέμαι•
    - воспоминания детства ξαναζωντανεύω τις παιδικές αναμνήσεις.
    1. δροσίζομαι.
    2. επανέρχομαι, επαναφέρομαι στη μνήμη ξαναζωντανεύω•

    воспоминания -лись в моей памяти οι αναμνήσεις ξαναζωντάνεψαν στη μνήμη μου.

    Большой русско-греческий словарь > освежить

  • 12 приподнять

    ρ.σ.μ.
    1. ανασηκώνω•

    приподнять больного на постели ανασηκώνω τον άρρωστο στο κρεβάτι•

    приподнять голову ανασηκώνω το κεφάλι.

    2. μτφ. ζωηρεύω, ζωντανεύω, διεγείρω. || ανυψώνω, εξυψώνω, ανεβάζω.
    ανασηκώνομαι•

    приподнять на колени ανασηκώνομαι στα γόνατα.

    Большой русско-греческий словарь > приподнять

  • 13 просветлеть

    -его, -еешь
    ρ.σ.
    1. ξαστερώνω, αιθριάζω•

    небо -ло ο ουρανός ξαστέρωσε.

    2. μτφ. λάμπω, φωτίζομαι•

    нахмуренные лица -ли τα σκυθρωπά πρόσωπα; έλαμψαν•

    у меня на душе -ло (απρόσ.) η ψυχή μου ησύχασε.

    || ζωηρεύω.
    3. μτφ. ξεκαθαρίζω, γίνομαι διαυγής, σαφής•

    просветлеть сознание -ло η συνείδηση ξεκα.θάρισε.

    Большой русско-греческий словарь > просветлеть

  • 14 проснуться

    -снусь, -сншься
    ρ.σ.
    1. κυρλξ, κ. μτφ. ξυπνώ, αφυπνίζομαι•

    проснуться рано ξυπνώ νωρίς•

    -лась ненависть ξύπνησε το μίσος.

    2. ζωηρεύω, ζωντανεύω, αναζωογονούμαι•

    город -лся η πόλη ξύπνησε (άρχισε η κίνηση).

    Большой русско-греческий словарь > проснуться

  • 15 расшевелить

    -велю, -вели ь, παθ. μτχ. πο:ρλθ. χρ. расшевеленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ.
    1. ανακινώ• ανασκαλεύω•

    расшевелить углы в печке ανασκαλεύω τα κάρβουνα στη θερμάστρα.

    || βάζω (θέτω) σε κίνηση• διεγείρω, ξυπνώ.
    2. μτφ. δραστηριοποιώ, παρακινώ, προτρέπω.
    1. κουνιέμαι, σαλεύω.
    2. ζωηρεύω, δραστηριοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > расшевелить

  • 16 струя

    -и, πλθ. струи κ. παλ. струй θ.
    1. πίδακας• στήλη (υγρού)• ανάβρα. || πλθ. -и τα νερά, τα ρυάκια•

    плескание -й το κελάρισμα του ρυακιού.

    || μτφ. ρεύμα• δέσμη• στήλη•

    струя воздуха ρεύμα αέρα•

    струя света δέσμηφωτός•

    струя пара, дыма στήλη ατμού, καπνού.

    2. μτφ. κατεύθυνση• χαρακτήρας, χαρακτηριστικό.
    εκφρ.
    влить (внести) живую -ю – ζωογονώ, ζωηρεύω, δίνω ζωντάνια, κάνω ενδιαφέρον.

    Большой русско-греческий словарь > струя

См. также в других словарях:

  • ζωηρεύω — ζωηρεύω, ζωήρεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζωηρεύω — 1. γίνομαι ζωηρός ή ζωηρότερος από ό,τι ήμουν πριν, εμφανίζω ζωηρότητα μεγαλύτερη από πριν, αναζωογονούμαι («το φυτό ζωήρεψε τελευταία») 2. (για ανθρώπους) γίνομαι ευκίνητος, ακμαίος, τονώνομαι, αποκτώ ευεξία 3. (για πνευματική ή ψυχική διάθεση)… …   Dictionary of Greek

  • ζωηρεύω — ζωήρεψα, ζωηρεμένος 1. μτβ., δίνω ζωντάνια: Ζωηρεύει τη συντροφιά με την παρουσία του. 2. αμτβ., γίνομαι ζωηρός, έντονος: Το παιδί τώρα τελευταία ζωήρεψε πολύ. – Ζωήρεψε η φωτιά. 3. ξαναβρίσκω τις δυνάμεις μου: Ο άρρωστος ζωήρεψε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αζωήρευτος — η, ο [ζωηρεύω] ο μη ζωηρός, συγκρατημένος, μαζεμένος …   Dictionary of Greek

  • θεριακώνω — [θεριακός] 1. (ιδίως για φυτά) γίνομαι υπερφυσικά μεγάλος, γίνομαι γιγάντιος («θεριάκωσε ο λόγγος») 2. γίνομαι άγριος και ορμητικός («θεριάκωσε η ξεροποταμιά κι όλα τά συνεπαίρνει») 3. αποκτώ ισχυρά οικονομικά ή πολιτικά μέσα 4. (για επιχειρήσεις …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • ανάβω — και ανάφτω άναψα, ανάφτηκα, αναμμένος 1. μτβ., βάζω ή προκαλώ φωτιά σε ξύλα ή φωτιστική συσκευή: Άναψα το τζάκι. – Άναψα το ηλεκτρικό. 2. αμτβ., θερμαίνομαι, πυρακτώνομαι: Κοίταξε, το σίδερο άναψε. 3. μτβ., μτφ., εξάπτω, εξοργίζω: Μ αυτά που του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αψώνω — άψωσα 1. αμτβ., ζωηρεύω, γίνομαι έντονος, αψύς: Όσο περνούσε η ώρα, τόσο άψωνε η συζήτηση. 2. ερεθίζω, εξοργίζω: Αν δεν τον άψωνες, δε θα μαλώνατε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»