-
1 ζυμάρι
[зимари] ουσ. о. тестоΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζυμάρι
-
2 тесто
-а ουδ.1. το ζυμάρι•мешать тесто ζυμώνω•
сдобное тесто ζυμάρι με προσθήκη βουτύρου, ζάχαρης κλπ. тесто на дрожжах ζυμάρι με μαγιά•
слоенное тесто ζυμάρι σε φύλλα.
2. μάζα, πηχτή ουσία.εκφρ.из одного -а – του ίδιου φυράματος (χαρακτήρα, ποιόντος). -
3 тесто
тест||ос ἡ ζύμη, τό ζυμάρι:сдобное \тесто ζυμάρι μέ βούτυρο· слоеное \тесто τό φυλ-λωτό ζυμάρι· месить \тесто ζυμώνω· ◊ все они́ из одного́ \тестоа ὅλοι τους εἶναι ἀπό μιά πάστα, τοῦ ἰδιου φυράματος. -
4 тесто
-
5 доходить
доходитьнесов1. (приходить, достигать) φτάνω, φθάνω:вода доходит до краев τό νερό φτἀνει ὡς τά χείλια· \доходить с опозданием φτάνω μέ καθυστέρηση2. перен φτάνω, φθάνω, καταντώ:\доходить до крайности φτάνω στά ἄκρα, τό παρακάνω· \доходить до истощения φθάνω σέ ἐξάντληση· дело дошло́ до того, что... ἡ ὑπόθεσις (или τό πρᾶγμα) ἔφθασε σέ τέτοιο σημείο πού...·3. (до готовности) γίνομαι, ψήνομαι (довариваться)! ὠριμάζω (дозревать):тесто доходит τό ζυμάρι φουσκώνει, τό ζυμάρι ἀνεβαίνει· помидоры (персики) доходят οἱ ντομάτες (τά ροδάκινα) ὠριμάζουν ◊ у меня руки не доходят до... δέν μοῦ μένει καιρός νά...· \доходить своим умом βρίσκω μόνος μου, κατορθώνω κάτι μέ τις Ικανότητες μου. -
6 заквасить
-ашу, -асишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заквашенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ.βάζω μαγιά•заквасить тесто βάζω προζύμι στο ζυμάρι•
заквасить молоко ρίχνω γιαουρτάρι στο γάλα, πήζω γιαούρτι.
ξυνίζω, γίνομαι ξυνός•тесто -лось το ζυμάρι ξύνισε.
-
7 переквасить
-ашу, -асишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переквашенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ. παραξυνίζω•переквасить тесто παραξυν ίζω το ζυμάρι.
παραξυνίζω•тсто -лось το ζυμάρι πα-ραξύνισε.
-
8 ставить
ставить 1ставлю, ставишьρ.δ.μ.1. στήνω ορθό•ставить на ноги στήνω στα πόδια.
2. βάζω, θέτω τοποθετώ•ставить посуду на стол βάζω τα σκεύη στο τραπέζι•
ставить на пост τοποθετώ στο πόστο•
ставить к станку τοποθετώ στη μηχανή (για δουλειά).
|| διορίζω•ставить нового завхоза διορίζω νέο διαχειριστή.
|| εγκατασταίνω•ставить на квартиру εγκατασταίνω σε δ ιαμέρ ισμα.
|| μτφ. φέρω, οδηγώ•ставить в неловкое положение φέρω σε δύσκολη κατάσταση.
3. στήνω•ставить телеграфные столбы στήνω (βάζω) τηλεγραφικούς στύλους•
ставить лестницу к стене στερεώνω τη σκάλα στον τοίχο•
ставить книги в шкаф βάζω ορθά τα βιβλίαστη βιβλιοθήκη.
|| δίνω προσφέρω•ему всегда ставят кресло αυτού πάντοτε του προσφέρουνπολυθρόνα (να καθίσει)•
им -ьте пол-литра βάλτε τους (κεράστε τους) μισό κιλό βότκα.
4. μτφ. παραλληλίζω, παραβάλλω, συγκρίνω.5. (χαρτπ.) ποντάρω. || μετακινώ•ставить часы βάζωτο ωρολόγι (μετακινώ τους δείκτες).
6. βάζω•ставить паруса βάζω πανιά•
ставить подпись βάζω υπογραφή•
ставить знаки препинания βάζω αποσιωπητικά.
|| επιθέτω•ставить компресс βάζω κομπρέσα•
ставить горчичники βάζω συναπισμό•
ставить пиявки βάζω βδέλλες•
ставить печать βάζω σφραγίδα.
7. οικοδομώ, φτιάχνω•ставить избу φτιάχνω ίζμπα (ξυλόσπιτο)•
ставить мельницу φτιάχνω μύλο.
8. κανονίζω, ρυθμίζω• οργανώνω. || διεξάγω, κάνω, πραγματοποιώ•ставить опыты κάνω πειράματα•
ставить оперу ανεβάζω μελόδραμα.
9. προτείνω•ставить вопрос на обсуждение βάζω το ζήτημα για συζήτηση•
ставить резолюцию на голосование βάζω την απόφαση σε ψηφοφορία.
10. θεωρώ, λογίζω, παίρνω ως•ставить в вину θεωρώ ένοχο (φταίχτη)•
ставить своей задачей βάζω ως καθήκον μου.
|| σε συνδυασμό με μερικά ουσ. και μαζί με προθέσεις αποδίδεται και με σημ. αποτο ουσιαστικό: -под контроль βάζω υπο έλεγχο (ελέγχω)•ставить в связь συνδέω.
εκφρ.ставить диагноз – κάνω διάγνωση (ασθένειας)- ставить крест на ком-чём οριστικά κ. αμετάκλιτα, βάζω τελεία και παύλα•ставить рекорд – κατακτώ ρεκόρ•ставить самовар – βάζω το σαμοβάρι(να βράσει το νερό)•ставить термометр ή градусник – βάζω το θερμόμετρο•ставить тесто – βάζω το ζυμάρι να γίνει•ставить хлебы, пироги – βάζω ζυμάρι για ψωμιά, πίτες•ставить на своё место – βάζω στη θέση (συμμορφώνω)•ставить себя на чь место – βάζω τον εαυτό μου στη θέση κάποιου (προσποιούμαι τον...)- ставить вопрос ребром βάζω το ζήτημα ορθά-κοφτά•ставить последнюю копейку ребром – ξοδεύω μάταια κ. το τελευταίο καπίκι•ставить знак равенства между кем-чем – εξισώνω, βάζω στην ίδια μοίρα με, παρομοιάζω με.μπαίνω, τοποθετούμαι, τίθεμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.ставить 2ставлю, ставишьρ.δ. κ. παλ. εφοδιάζω, προμηθεύω.εφοδιάζομαι., προμηθεύομαι.. -
9 сучить
сучу, сучишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сученный, βρ: -чен, -а, -оρ.δ.1. μ. στρίβω, συστρέφω (κλωστές κ.τ.τ.).2. μ. λεπτύνω (για ζυμάρι).3. μετακινώ μπρος-πίσω.1. στρίβομαι, συστρέφομαι.2. (για ζυμάρι) λε-πτύνομαι. -
10 увалять
ρ.σ.μ.1. πιλώ, συμπιλώ.2. απλώνω, ανοίγω το ζυμάρι (με τον πλάστρη)• κύλιση.3. (απλ.) λερώνω•увалять пальто в грязи λασπώνω το πανωφόρι.
1. συμπιλούμαι.2. ανοίγομαι, απλώνομαι (για ζυμάρι). -
11 замесить
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замесить
-
12 тесто
1. пищ. η ζύμη, το ζυμάρι 2. стр. το αραίωμαжидкое цементное - κονίας/τσιμέντουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тесто
-
13 заквашивать
заквашиватьнесов βάζω μαγιά, βάζω προζύμι:\заквашивать тесто βάζω προζύμι στό ζυμάρι. -
14 замешивать
замешивать Iнесов ἀνακατώνω, ἀναμιγνύω:\замешивать тесто ζυμώνω τό ζυμάρι.замешивать IIнесов (кого-л. во что-л.) ἀνακατώνω, ἀνακατεύω / περιπλέκω, μπερδεύω (впутывать). -
15 месить
меситьнесов ζυμώνω:\месить тесто ζυμώνω τό ζυμάρι· ◊ \месить грязь τσαλαβουτώ στή λάσπη. -
16 разводить
разводитьнесов1. (отводить куда-л.) ὁδηγώ, συνοδεύω, μεταφέρω:\разводить детей по домам πηγαίνω τά παιδιά στά σπίτια τους· \разводить войска по квартирам τακτοποιώ τους στρατιώτες σέ σπίτια γιά κατάλυμα·2. воен.:\разводить часовых τοποθετώ (или βάζω) σκοπούς·3. (разъединять) ἀνοίγω, σηκώνω:\разводить мост σηκώνω τή γέφυρά4. (супругов) δίνω διαζύγιο, διαζευγνύω/ χωρίζω (разг)·5. (в разные стороны) ξεχωρίζω, χωρίζω:\разводить пилу ἀνοίγω τά δόντια πριονιοῦ·6. (растворять) διαλύω, ἀραιώνω:\разводить порошок в воде διαλύω τό σκονάκι στό νερό· \разводить тесто ἀραιώνω τό ζυμάρι·7. (выращивать) ἀνατρέφω, τρέφω (животных)/ καλλιεργώ (растения)·8. (разжигать) ἀνάβω:\разводить огонь ἀνάβω φωτιά· "\разводить костер ἀνάβω φωτιά (στό ὑπαιθρο)· \разводить пары σηκώνω ἀτμό· ◊ \разводить руками μένω σέ ἀμηχανία, κάνω κίνηση ἀμηχανίας. -
17 размешивать
размешивать Iнесов ζυμώνω:\размешивать тесто́ ζυμώνω ζυμάρι· \размешивать глину ζυμώνω λάσπη.размешивать IIнесов1. (смешивать) ἀνακατώνω, ἀναμιγνύω, συμφύρω:\размешивать сахар в ко́фе ἀνακατώνω τήν ζάχαρη μέ τόν καφέ·2. (помешивать чем-л.) ἀνακατώνω, ἀνασκαλεύω, σκαλίζω:\размешивать у́г ли σκαλίζω τά κάρβουνα. -
18 раскатывать
раскатыватьнесов1. (разворачивать) ξετυλίγω, ἐκτυλίσσω:\раскатывать ковер ξετυλίγω τό χαλί·2. (тесто) ἀνοίγω φύλλα ἀπό ζυμάρι, πλάθω·3. (в автомобиле, экипаже и т. п.) разг κάνω βόλτες μέ τ· ἀμάξι. -
19 взойти
-иду, -идешь, παρλθ. χρ. взошел, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. взошедший, επίρ. μτχ. взойдя ρ.σ.1. ανεβαίνω, ανέρχομαι•взойти на гору ανεβαίνω στο βουνό.
2. βγαίνω, προβάλλω, εμφανίζομαι•солнце взошло ο ήλιος ανέτειλε.
3. φουσκώνω•без дрожжей тесто не -ет χωρίς μαγιά το ζυμάρι δε φουσκώνει.
4. αναφύομαι, φυτρώνω, βγάζω φύτρα•семена взошли οι σπόροι φύτρωσαν.
5. (παλ. κ. απλ.) εισέρχομαι, μπαίνω μέσα, εισδύω•взойти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο.
|| χωρώ•не могу больше есть, не взойдет δεν μπορώ να φάω άλλο, δεν περνάει, δεν κατεβαίνει, δε χωράει άλλο.
6. μπαίνω, χωρώ (για ενδύματα, υποδήματα)•этот сапог не -ет мне на ногу αυτή η μπότα δε θα χωρέσει στο πόδι μου.
-
20 вмесить
вмешу, вмесишь, - παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вмешенный, βρ: -шен, -а, -о, ρ.σ.μ.βάζω μέσα, εισάγω ανακατεύοντας•вмесить изюм в тесто α’νακατεύω σταφίδα στο ζυμάρι.
См. также в других словарях:
ζυμάρι — το (Μ ζυμάριον) μίγμα από αλεύρι και υγρό το οποίο περιλαμβάνει και άλλα συστατικά, όπως μαγιά, λίπος αρτοποιίας, ζάχαρη, αλάτι, αβγά και διάφορες αρωματικές ουσίες, και χρησιμοποιείται για την παρασκευή προϊόντων αρτοποιίας νεοελλ. 1. κάθε… … Dictionary of Greek
ζυμάρι — το ιού, 1. φύραμα από αλεύρι και νερό. 2. κάθε μάζα πολτοποιημένη : Το κεφάλι του έγινε ζυμάρι από το χτύπημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζυμαρώνω — [ζυμάρι] (για ψωμί, πίτα κ.λπ.) έχω μείνει ζυμάρι, δεν έχω ψηθεί καλά … Dictionary of Greek
ζύμη — η (AM ζύμη) όξινο φύραμα αλευριού το οποίο, όταν αναμιχθεί με μεγάλη μάζα αλευριού και νερού, προκαλεί τη ζύμωσή της, προζύμι, μαγιά νεοελλ. 1. το μίγμα από αλεύρι και νερό, το ζυμάρι 2. μτφ. το ψυχικό φύραμα κάθε ατόμου, η μάζα τών ψυχικών του… … Dictionary of Greek
σταίς — και σταῖς, αιτός και στάς, ατός, τὸ, Α 1. ζυμάρι από αλεύρι ποικιλίας σιταριού (α. «στὰς ἄνευ τοῡ ι ὁ Ἀττικὸς λέγει ὁ δὲ Ἴν σταῑς», Φώτ. β. «ἀνέλαβε δὲ ὁ λαὸς τὸ σταῑς αὐτών πρὸ τοῡ ζυμωθῆναι τὰ φυράματα», ΠΔ γ. «φυρῶσι μὲν τὸ σταῑς τοῑσι ποσί»,… … Dictionary of Greek
χαμούρι — το, Ν 1. ζυμάρι 2. καθετί που μοιάζει με ζυμάρι, λ.χ. η λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hamur] … Dictionary of Greek
φύραμα — το, ατος 1. το ζυμωμένο με νερό, κάθε μείγμα που έγινε ζυμάρι, το ζυμάρι, η μάζα. 2. πολτός, νερουλό σώμα, πάστα. 3. ένζυμο. 4. μτφ., το ποιόν, ο χαρακτήρας, το ψυχικό υλικό, η πάστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… … Dictionary of Greek
αζυμάρωτος — η, ο [ζυμαρώνω] αυτός που δεν λερώθηκε, δεν πασαλείφθηκε με ζυμάρι … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
βασιλόπιτα — Έτσι ονομάζεται η πίτα του Αγίου Βασιλείου που την παρασκευάζουν, σύμφωνα με το έθιμο, στο πλαίσιο του εορτασμού του νέου έτους. Συνήθως, στη β. κρύβουν ένα νόμισμα που συμβολίζει την τύχη που θα έχει τον νέο χρόνο εκείνος που θα το βρει στη δική … Dictionary of Greek