-
1 ζουρλομανδύας
[зурломандиас] ουσ. а. смирительная рубашка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζουρλομανδύας
-
2 рубашка
руба||шкаж τό πουκάμισο:ночная \рубашкашкато νυχτικό, ἡ πουκαμίσα· ◊ смирительная \рубашкашка ὁ ζουρλομανδύας· оставить кого-л. в одной \рубашкашке ἀφήνω κάποιον μέ τό πουκάμισο· в \рубашкашке родиться разг ἔχω χρυσή τύχη, γεννιέμαι τυχερός. -
3 смирительный
смири́тельн||ыйприл:\смирительныйая рубашка ὁ ζουρλομανδύας.
См. также в других словарях:
ζουρλομανδύας — και ζουρλομαντύας, ο και ζουρλομαντύα, η 1. προφυλακτικός μανδύας που εμποδίζει την κίνηση τών χεριών και τον οποίο φορούν στους παράφρονες 2. μτφ. φρ. «σού χρειάζεται ζουρλομανδύας» είσαι τρελός για δέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουρλός + μανδύας.… … Dictionary of Greek
ζουρλομαντύα — η ζουρλομανδύας* … Dictionary of Greek
μανδύας — Είδος ενδύματος των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων. Τον μ. αποτελούσε ένα κομμάτι μάλλινο ύφασμα σε ορθογώνιο σχήμα, το οποίο κάλυπτε όλο το σώμα φτάνοντας έως τα πόδια. Συγκρατιόταν με μια πόρπη στους ώμους ή στο στήθος. Οι Έλληνες τον φορούσαν τον … Dictionary of Greek
ορθοστάδιος — ο (ΑΜ ὀρθοστάδιος, ον) νεοελλ. ειδικός μανδύας για τους φρενοπαθείς, ζουρλομανδύας μσν. αρχ. φρ. «ὀρθοστάδιος χιτών» το ορθοστάδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + στάδιος «σταθερός, ευσταθής» (< ἵστημι)] … Dictionary of Greek