Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ζημίωμα

  • 1 потеря

    потер||я
    ж
    1. ἡ ἀπώλεια, ὁ χαμός, τό Χάσιμο:
    \потеря времени ἡ ἀπώλεια χρόνου, τό χάσιμο χρόνου· \потеря памяти ἡ ἀμνησία· *"· речи ἡ ἀφασία·
    2. (убыток) ἡ ζημία, τό ζημίωμα:
    нести \потеряи ἔχω (или ὑφίσταμαι) ἀπώλειες.

    Русско-новогреческий словарь > потеря

См. также в других словарях:

  • ζημίωμα — ζημίωμα, τὸ (Α) [ζημιώ] 1. ποινή, τιμωρία («ἀταξίας ζημίωμα», Ξεν.) 2. πρόστιμο 3. το δικαίωμα να επιβάλλει κάποιος τιμωρία 4. απώλεια, φθορά, βλάβη …   Dictionary of Greek

  • ζημίωμα — penalty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζημιωμάτων — ζημίωμα penalty neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζημιώματα — ζημίωμα penalty neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζημιώματι — ζημίωμα penalty neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζημιώματος — ζημίωμα penalty neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»