Перевод: с английского на все языки
ζημι-όω
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
σαλιάρης — α, ικο, Ν 1. εκείνος που τού τρέχουν τα σάλια 2. μτφ. α) αυτός που λέει ανοησίες, φλύαρος, σαχλός β) (με σκωπτική χροιά και για άτομο προχωρημένης ηλικίας) αυτός που τού αρέσει ή που συνηθίζει να ερωτοτροπεί με νεαρές γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek