-
1 ζηλοτυπια
ἥ1) завистьζ. πρός τινα ὑπέρ τινος Aeschin. — зависть к кому-л. в чем-л.;
ζ. κατὰ τέν τέχνην Luc. — завидование (чьему-л.) мастерству2) тж. pl. ревностьζ. πρός τινα διά τινα Plut. — ревность кого-л. к кому-л.
-
2 ζηλοτυπία
η1) ревнивость; 2) завистливость; 3) ревность; 4) зависть -
3 ζηλοτυπία
-
4 κνιζω
(fut. κνίσω с ῐ, aor. ἔκνισα - дор. ἔκνιξα)1) досл. скрести, скоблить, перен. убавлять(ὄπιν Pind.)
2) перен. выдергивать поодиночке, разбирать порознь(τὸ ῥῆμα κατ΄ ἔπος Arph.)
3) щекотатьοὐδὲ κνιζόμενα τὰ πολλὰ αἰσθάνεται Arst. — (новорожденные) почти не чувствуют щекотки
4) возбуждать, разжигать, распалять(ὀργάν Pind.; ζηλοτυπίᾳ κνιζόμενος Plut.)
ὅ ἔρως τινὸς ἔκνιζέ τινα Her. — любовь к кому-л. охватила кого-л.;κνίζεσθαί τινος Theocr. — воспылать любовью к кому-л.5) раздражать, беспокоить, тж. удручать, мучить(ἔκνιζέ μ΄ ἀεὴ τοῦτο Soph.)
6) глубоко проникать в душу, охватыватьΞέρξεα ἔκνιζε ἥ Ἀρταβάνου γνώμη Her. — Ксеркса глубоко заинтересовало мнение Артабана;
τὸ βούλεσθαί μ΄ ἔκνιζε Eur. — такова моя воля
См. также в других словарях:
ζηλοτυπία — ζηλοτυπίᾱ , ζηλοτυπία jealousy fem nom/voc/acc dual ζηλοτυπίᾱ , ζηλοτυπία jealousy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτυπίᾳ — ζηλοτυπίαι , ζηλοτυπία jealousy fem nom/voc pl ζηλοτυπίᾱͅ , ζηλοτυπία jealousy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτυπία — η (AM ζηλοτυπία) [ζηλότυπος] 1. ο φθόνος, η λύπη για την υπεροχή τού άλλου 2. (για συζύγους ή εραστές) ανησυχία και καχυποψία για τη συζυγική ή ερωτική πίστη αρχ. ερεθισμός, οργή … Dictionary of Greek
ζηλοτυπία — η 1. φθόνος για ξένα αγαθά, ζήλια: Προκαλεί τη ζηλοτυπία όλων με τις επιτυχίες του. 2. ανησυχία για την πίστη του ή της συζύγου ή του εραστή: Βασανίζεται από ζήλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζηλοτυπίας — ζηλοτυπίᾱς , ζηλοτυπία jealousy fem acc pl ζηλοτυπίᾱς , ζηλοτυπία jealousy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτυπίαι — ζηλοτυπία jealousy fem nom/voc pl ζηλοτυπίᾱͅ , ζηλοτυπία jealousy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτυπίαν — ζηλοτυπίᾱν , ζηλοτυπία jealousy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτυπιῶν — ζηλοτυπία jealousy fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτυπίαις — ζηλοτυπία jealousy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτυπίη — ζηλοτυπία jealousy fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτυπίην — ζηλοτυπία jealousy fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)